Όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο
Οκτώ «πρωτάκια» τότε, σήμερα στελέχη της πολιτικής ζωής του τόπου καταθέτουν τις αναμνήσεις τους
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 27/9/2020
Ζητήσαμε από οκτώ αιρετούς συμπατριώτες μας να μας μιλήσουν για τις αναμνήσεις τους από τις μέρες τους στο σχολειό. Ειλικρινά, ήταν πολύ αποκαλυπτικοί…. Διαβάστε τις μαρτυρίες τους.
Αναστασία Αντωνέλλη
Αντιπεριφερειάρχης βορείου Αιγαίου
Γεννήθηκα μήνα Μάιο. Έτσι έπρεπε τότε να συμπληρώσω τα επτά χρόνια για να εγγραφώ στην πρώτη Δημοτικού! Με αποτέλεσμα οι φίλες μου που είχαν γεννηθεί Γενάρη να πάνε πριν από εμένα στο σχολείο. Αδιανόητο για μένα που πάντα ένιωθα τον εαυτό μου μέρος της παρέας...
Έτσι αρχές Οκτώβρη ήτανε θυμάμαι που αποφάσισα ότι εγώ θα πάω στο σχολείο και δεν θα περιμένω να πάω του χρόνου «που θα ήτανε και πιο καλά», όπως με παρηγορούσε ο κεραυνοβολημένος απ’ την γκρίνια μου μπαμπάς μου, ο οποίος στα 60 του είχε βρει άσχημο μπελά απ το δυναμικό του στερνοπούλι που τον χόρευε κατά πως ήθελε.
Ένα βροχερό πρωινό που ξύπνησα και για καλή μου τύχη η μάννα μου είχε κατέβει στην Μυτιλήνη, ζώνομαι την τσάντα της απόφοιτης Γυμνασίου αδερφής μου με όλα τα βιβλία μέσα, βάζω και στο πέτο την κονκάρδα του αδερφού μου που έγραφε «Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης» και εμφανίζομαι στο καφενείο του χωριού μας όπου ο πατέρας μου έπινε το καφεδάκι του και απαιτώ: Σχολειό!
Είδε και αποείδε ο καημένος ο άνθρωπος πως δεν έπαιρνα απ τα παρακάλια όλων και ξέροντας πως δεν θα ησυχάσω εάν δεν πετύχω αυτό που θέλω, με παίρνει απ’ το χεράκι και με εμφανίζει στην δασκάλα που είχε την πρώτη Δημοτικού την κ. Μαρίτσα θερμοπαρακαλώντας την να με κρατήσει ακροάτρια έστω και όρθια. Φαίνεται πως είχε τέτοιο ύφος απόγνωσης αυτός ο υπερήλικας μπαμπάς που τον λυπήθηκε ακόμα και η δασκάλα!
Με κρατά λοιπόν ως ακροάτρια και με βάζει να κάτσω στο μοναδικό κενό που υπήρχε στο θρανίο που καθόταν άλλο ένα αγόρι. Στρώνομαι με ύφος στο θρανίο και άρχισα να παρακολουθώ με απίστευτη προσοχή αυτήν την απίθανη γυναίκα που διέφερε απ τις γυναίκες του χωριού μου μια και ήταν αλλιώς: Δυναμική, περήφανη με μάτια που ξεχείλιζαν αγάπη!
Όμως κάτι μου μύριζε δίπλα μου περίεργα...Γυρίζω και τι να δω ο διπλανός μου ήταν κατουρημένος, έτρεχαν οι μύξες του και είχε μαύρα άκοπα νύχια! Ένιωσα τέτοια αηδία που ήθελα να το βάλω στα πόδια! Όμως συγκρατήθηκα μέχρι να χτυπήσει διάλειμμα! Στο διάλειμμα «ανάσανα» και δώσ’ του παιχνίδια και δώσ’ του τρεχάματα μέχρι που ξαναχτύπησε το κουδούνι και καταλαβαίνω πως θα ξανακάτσω με τον ίδιο..
Μια και δυο πάω στην δασκάλα και ρωτώ αν υπάρχει άλλη θέση. Με ρώτησε το λόγο και της τον είπα. Κούνησε το κεφάλι της και με το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου μου είπε «φέτος δεν έχω άλλη θέση, αν θες να είσαι εδώ θα κάθεσαι με αυτό το παιδάκι.
Aν όμως έρθεις του χρόνου θα σου κρατήσω όποια θες. Διάλεξε ποια θέλεις». Δείχνω εγώ το πρώτο θρανίο, μου υπόσχεται η κ. Μαρίτσα πως θα το κρατήσει και εκεί έληξε η πρώτη μου επανάσταση!Δεν έληξε όμως η σχέση ζωής που άρχισε με την δασκάλα μου, γυναίκα πρότυπο για μένα, η οποία κρατά μέχρι σήμερα.
Κώστας Αστυρακάκης
Δημοτικός Σύμβουλος Μυτιλήνης
Σεπτέμβρης 1965
Κοιμήθηκα αγκαλιά με την καφέ δερμάτινη τσάντα που μου αγόρασε ο παππούς μου από του Σφετούδη.
Ανυπόμονος για την πρώτη μέρα στο σχολείο, ξύπνησα χαράματα, ήπια γρήγορα αυτό το αντιπαθητικό γάλα και άρχισα να τραβώ από το χέρι την έκπληκτη μητέρα μου. Περπατήσαμε τη Μοσχονησίων που ήταν το σπίτι μας (Νο 8) χωματόδρομος όπως και όλοι οι δρόμοι του Συνοικισμού τότε. Κατηφορίσαμε την «Θεάτρου» φτάνοντας στον αποκαλούμενο Ίσιο δρόμο στο καφενείο του Ζώτα και στο ψιλικατζίδικο του Κουκλάκη.
Δίπλα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πάνω μέρος του 8ου Δημοτικού Σχολείου. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, στο μέσον περίπου φρέναρα τραβώντας το χέρι της μαμάς για να παρατηρήσω αυτόν τον γενειοφόρο γεράκο με το στραπατσαρισμένο καβουράκι, που καθήμενος έξω από την παράγκα του ζωγράφιζε κάτω από μια ανοιχτή μαύρη ομπρέλα. Δίπλα του ένα τρίποδο με μια φωτογραφική μηχανή και ένα μαύρο πανί να κρέμεται πίσω της. «Καλημέρα κ. Γρηγόρη» είπε η μητέρα μου. «Καλημέρα Χρυσούλα».
Αυτή η εικόνα έμελε να με συνοδεύει στο σχολείο καθημερινά για αρκετά χρόνια, σε κρύα, σε βροχές , σε λιακάδες και πάντα κοντοστεκόμουνα να τον βλέπω πότε να σκαλίζει τη φουφού για να ζεστάνει τα χέρια του, πότε να ζωγραφίζει και πότε να είναι χωμένος μέσα στο μαύρο πανί της φωτογραφικής του μηχανής. Πάντα έξω από το παραγκί, αφού αυτό έφτανε μόνο για να τον κοιμίσει.
Μπήκαμε στο σχολείο, μου έκανε εντύπωση η τεράστια αυλή του και πόσα πολλά τρεξίματα και παιχνίδια θα μπορούσε να χωρέσει. Η μητέρα μου με ξεναγούσε δείχνοντάς μου τουαλέτες, μαγειρεία κλπ. Αλλά εμένα το μυαλό μου και τα μάτια μου ήταν στα άλλα παιδάκια που ήδη βρίσκονταν εκεί.
Ο Γιώργος, γείτονάς μου και καλός φίλος μέχρι σήμερα. Δίπλα μου ένα παιδάκι με γυαλιά που κρατούσε μια τεράστια δερμάτινη τσάντα χρώματος ροδί - τριπλάσια από των άλλων παιδιών. Σταμάτησα για άλλη μια φορά τραβώντας το χέρι της μητέρας μου. Πόσα μολύβια και τετράδια να χωράει άραγε αυτή η τσάντα, αναρωτιόμουν.
Οι μητέρες συστήθηκαν και σύστησαν και εμάς. Με τον Δημήτρη καθίσαμε στο ίδιο θρανίο (για να βλέπω την τσάντα) και σηκωθήκαμε 12 χρόνια μετά, όταν φύγαμε για σπουδές. Κολλητός μου μέχρι σήμερα. 36 παιδιά στην τάξη. Δασκάλα μας η κα. Πέρσα, εν ζωή, που τη θυμάμαι πάντα με αγάπη.
Το’ χω παράπονο που ως δάσκαλος δίδαξα στα γύρω σχολειά (4ο, 5ο, 2ο στις Καμάρες) αλλά ποτέ δεν έτυχε στο 8ο Δημοτικό.
Θοδωρής Βαλσαμίδης
Περιφερειακός Σύμβουλος
Ήταν Σεπτέμβριος του 1977. Μικρό παιδάκι τότε στη Νέα Σμύρνη στην Αθήνα, στην οποία είχαμε βρεθεί λόγω μετεκπαίδευσης του πατέρα μου στην Μαράσλειο Σχολή. Από το μικρόκοσμο του νησιού στο χάος της μεγαλούπολης. Όλα καινούργια, άγνωστα, ξένα, αλλά στα μάτια ενός μικρού παιδιού φάνταζαν σαν ένα ξεκίνημα για νέες περιπέτειες. Άλλωστε μου άρεσαν οι περιπέτειες..
Και ξημέρωσε ο Θεός την μεγάλη μέρα.
Την μέρα που θα περνούσα το κατώφλι του μεγάλου σχολείου. Το ξυπνητήρι χτύπησε, αλλά εγώ ήμουν ήδη ξύπνιος αρκετή ώρα πριν. Είχα τσεκάρει την καινούργια τσάντα, ήταν όλα στη θέση τους. Η κασετίνα γεμάτη φρεσκοξυμένες μπογιές και μολύβια, οι ετικέτες στα μπλε τετράδια έτοιμες, συμπληρωμένες «του μαθητού της Α΄ Δημοτικού Θεοδώρου Βαλσαμίδη του Σπυρίδωνα» Τα καινούργια ρούχα σιδερωμένα. Ήταν όλα έτοιμα!
Ανηφορικός ο δρόμος για το σχολείο, βαριά η τσάντα στους ώμους, τα πόδια όμως πετούσαν. Για ώρας δρασκέλησα την μεγάλη σιδερένια πόρτα του σχολείου. Η αυλή γεμάτη με χαμογελαστά πρόσωπα μικρών και μεγάλων παιδιών. Όταν ακούστηκε το πρώτο κουδούνι, άφησα το χέρι της μητέρας μου που κρατούσα σφιχτά, γύρισα την κοίταξα και με το ενθαρρυντικό της έναυσμα, έτρεξα για τον αγιασμό. Εξάλλου, όλα από Θεού άρξασθαι ..
«Τα παιδιά της Α΄ Δημοτικού θα προηγηθούν και τα θα συνοδεύσω εγώ στην τάξη τους» είπε η Διευθύντρια κα. Αθάνατη. Αθάνατη! τα λόγια της, οι συμβουλές της χαραγμένα ακόμα στη μνήμη μου. Κάπως έτσι ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο της γνώσης.
Αφροδίτη Βατή Μαριόλα
Αντιδήμαρχος Δυτικής Λέσβου
Η πρώτη μέρα στο σχολείο θυμάμαι ήταν για μένα μια μέρα χαράς. Τη περίμενα πως και πως. Ετοίμαζα με προσοχή τη τσάντα μου γεμίζοντας στρατηγικά όλες τις θήκες και τσεπούλες της με μαρκαδοράκια, στυλό, τα τετράδια μου, τις μυρωδάτες σβηστήρες μου, ξύστρες, αυτοκόλλητά, χάρακες, ότι μπορείς να φανταστείς, για να είμαι έτοιμη για τη μεγάλη «μάχη» μου με τα γράμματα.
Aνυπομονούσα να δω ξανά τους φίλους μου αλλά ιδιαίτερα είχα άγχος για να δω ποιος θα ήταν ο δάσκαλος ή η δασκάλα μου για τη νέα χρονιά. Τη Δ' Δημοτικού, αυτή η χαρά μετατράπηκε σε τρόμο και άγχος όταν είδα τη νέα μας δασκάλα, τη κα. Βερμίλιε. Είχε γκρίζα μαλλιά, βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο της και την πιο αυστηρή και τρομακτική ματιά πίσω από τα μυτερά, τριγωνικά γυαλιά της.
Ακόμη το κουστούμι που φορούσε μας τρόμαζε- ήταν τόσο καλά σιδερωμένο. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πολύ καλά πως πέρασε η πρώτη μέρα στο σχολείο ακριβώς.
Αυτό που θυμάμαι όμως ήταν αυτό που έγινε την τελευταία ώρα, λίγο πριν τελειώσει η ημέρα. Η κα. Βερμίλιε μας είπε ξαφνικά να σταματήσουμε ότι κάναμε και να βάλουμε τα κεφάλια μας στο θρανίο μας. Έκλεισε όλα τα φώτα, μας είπε να κλείσουμε τα μάτια μας και να μην τα ανοίξουμε μέχρι που να μας πει. Αναρωτιόμασταν εάν μας είχε βάλει τιμωρία για κάποιο λόγο.
Θυμάμαι την εκκωφαντική σιωπή που συνοδευόταν από τις ανάσες μας και τον ήχο «τικ τικ τικ» του ρολογιού που όλο σαν να δυνάμωνε. Ένιωσα σαν να είχε περάσει ένας ολόκληρος αιώνας όταν επιτέλους μας επέτρεψε να ανοίξουμε ξανά τα μάτια μας. Μας ρώτησε πόσος χρόνος νομίζαμε πως είχε περάσει και πως νιώθαμε. Άλλος απάντησε 10 λεπτά, άλλος μισή ώρα.
Κανείς όμως δεν την πίστευε όταν μας είπε την απάντηση με ένα πονηρό χαμόγελο... δύο λεπτά! Αυτός ο αιώνας, αυτό το μαρτύριο για μένα ήταν στη πραγματικότητα μόλις δύο λεπτά. Αυτό όμως που είπε στη συνέχεια με συγκλόνισε, αφού το θυμάμαι μέχρι σήμερα, λες και ήταν χθες.
Είπε, «Σκεφτείτε όλα αυτά που θα μπορούσατε να είχατε κάνει μέσα σε αυτά τα δύο λεπτά. Ο χρόνος μπορεί να είναι σύμμαχος μας ή να είναι εχθρός μας. Εμείς πρέπει να αποφασίσουμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή τι σχέση θα έχουμε με το χρόνο-εάν θα την σπαταλάμε ή εάν θα την εκμεταλλευτούμε προς όφελος μας. Είναι στο δικό μας χέρι πάντα.» Περιττό να σας πω πως η κα. Βερμίλιε έγινε η αγαπημένη μου δασκάλα όλων των εποχών, που μέχρι τα 46 μου χρόνια τη θυμάμαι με συγκίνηση και αγάπη.
Η κα Βερμίλιε δεν μας χάρισε απλά μαθήματα ζωής. Μας μοίρασε και ένα κομματάκι της ψυχής της και για αυτό θα της είμαι πάντα υπόχρεη.
Παύλος Βογιατζής
Πρώην Δήμαρχος, Νομάρχης και Βουλευτής
Πρώτη μέρα σχολείο. Κάτι καινούργιο για το μικρό μαθητή Παύλο Βογιατζή, από την ασφάλεια της γειτονιάς του και του σπιτιού του στο τεράστιο σχολείο που λεγόταν Πρότυπο Σχολείο. Σήμερα μου φαίνεται ότι είναι κοντά στο σπίτι μου, τότε μου φαινόταν πολύ μακριά, ταξίδι ολόκληρο μέχρι να περάσεις την πορτάρα του.
Θυμάμαι με τρόμο βρέθηκα σε μια τεράστια αυλή μόνος μου μέσα σε πλήθος παιδιών που όλα μου φαινόταν μεγαλύτερα. Φωνές, γέλια, στην τεράστια αυλή. Κοίταζα σαν χαμένος. Η μητέρα μου είχε φύγει από κοντά μου. Γυρνούσα χωρίς λόγο γύρω γύρω και χάζευα όλα καινούργια και περίεργα μου φαινόταν.
Σιγά σιγά τα παιδιά έφευγαν στα κτήρια, εγώ στην αυλή. Α είχε κτυπήσει και μια κουδούνα που έκανε λίγο λιγότερο θόρυβο από καμπάνα. Κάποια στιγμή μένω μόνος μέσα στην τεράστια αυλή. Τα παιδιά χάνονται από παντού. Τώρα, τι θα κάνω σκέφτομαι με τρόμο. Τα τεράστια κτήρια σαν να ήταν έτοιμα να με πλακώσουν.
Γυρνούσα χωρίς να ξέρω που πρέπει να πάω. Ξαφνικά νιώθω ένα χέρι στο κεφάλι μου. Ένας μεγάλος άνθρωπος με ρωτά εσύ τι τάξη πας; Πρώτη λέω ή κάτι τέτοιο με φωνή που μόλις έβγαινε. Έλα να σε πάω μου λέει. Τον ακολουθώ χωρίς πολλά πολλά. Ανεβαίνουμε σκάλες που μου φαινόταν τεράστιες και φτάνουμε σε μια πόρτα χτυπά και ανοίγει η πόρτα μια γυναίκα ρωτά τον κύριο. Τον βρήκα στην αυλή λέει είναι μαθητής σας. Ωραία κάθισε μου λέει και δείχνει το ξύλινο πράσινο θρανίο.
Ήταν η Δασκάλα μου πρώτη δύσκολη γνωριμία, οι συμμαθητές μου που πρώτη φορά έβλεπα εκτός από λίγους που ήμασταν στην ίδια γειτονιά αλλά όλοι μου φαινόταν άγνωστοι από την τρομάρα μου. Πολύ αργότερα έμαθα ότι αυτός που με μάζεψε από την αυλή ήταν ο επιστάτης του σχολείου ο κυρ Βασίλης, εξαιρετικός άνθρωπος (παππούς του Βασίλη του Γκαγκαδέλλη πάρα πολλά χρόνια αργότερα στενού μου συνεργάτη).
Αυτή ήταν η πρώτη ημέρα στο σχολείο τώρα μου φαίνονται όλα αστεία, τότε όμως μου δημιουργούσαν φόβο. Αγάπησα και αγαπώ το σχολείο μου (που δεν υπάρχει πια), τους συμμαθητές και της συμμαθήτριες μου. Τους δασκάλους και τις δασκάλες που τους οφείλω πολλά. Τέλος ποτέ δεν ξεχνώ όλους αυτούς που δεν υπάρχουν στην ζωή πια από την εποχή εκείνη. Σημειώνεται ότι η δεύτερη μέρα ήταν καλύτερη!
Μαρία Κομνηνάκα
Βουλευτής Λέσβου
Στην ηλικία που οι καλοκαιρινές έγνοιες περιορίζονται στο μέτρημα των μπάνιων και των παγωτών, το τέλος των διακοπών σηματοδοτείται από την πρώτη μέρα στο σχολείο. Αυτή η μέρα έχει πάντα ένα ενδιαφέρον τέτοιο, που περιορίζει την απογοήτευση για το τέλος του καλοκαιριού– κάτι που δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί με την επιστροφή στη δουλειά.
Κάπως έτσι η πρώτη μου μέρα στο δημοτικό, είχε, εκτός από το ενδιαφέρον του καινούριου, μια αίσθηση «κατορθώματος» - αφού θα πήγαινα για πρώτη φορά σχολείο με «τους μεγάλους» της γειτονίας.
Βλέποντας τους πρώτους συμμαθητές μου δεν μπορούσα σίγουρα να φανταστώ, ότι με κάποια απ’ αυτά τα παιδιά θα περνούσαμε μαζί πολλές ακόμα πρώτες μέρες στο σχολείο, θα φεύγαμε μαζί απ’ το νησί για την πρώτη μέρα στο Πανεπιστήμιο, πόσο μάλλον ότι θα με συνόδευαν και στην πρώτη μου μέρα ως «πρωτάκι» στη Βουλή.
Φέτος που για πολλά παιδιά έλλειψε ακόμα κι η ξεγνοιασιά των καλοκαιρινών διακοπών, είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η με τον ασφαλέστερο τρόπο επιστροφή στο σχολείο, με όλους τους δασκάλους στη θέση τους, σε κατάλληλες για διδασκαλία αίθουσες και όχι στα κοντέινερ που «κοσμούν» πολλές από τις σχολικές αυλές...
Κώστας Μουτζούρης
Περιφερειάρχης βορείου Αιγαίου
Μέσα του '50... δύσκολα χρόνια, χρόνια φτωχά, χρόνια στενεμένα... Τρίτο Δημοτικό Μυτιλήνης, Κομνηνάκειο, Κουλμπάρα, στα Λαδάδικα... Κι η μυρωδιά λαδιού παντού, ανυπόφορα παντού, λάδια χυμένα, βαρέλια γεμάτα κι άδεια, τσέρκια πεταμένα, λάδια απ έξω ... Αυλή στενή, με κάγκελα ως τον ουρανό, πίσω το Εργοστάσιο που κι αυτό βρωμά... Ο κύριος Διευθυντής, οι Κυρίες, ο επιστάτης, ο ιερέας, η σημαία... Παιδιά, πολλά παιδιά, κουρεμένα γουλί αντιφθειριακα, παντελόνια κοντά και μπαλωμένα, ταλαιπωρημένα πρόσωπα παιδικά, καλοταϊσμένα με γάλα σκόνη και τυρί κίτρινο UNRA... Γονείς και κηδεμόνες γύρω γύρω να κοιτούν υπερήφανα, γιαγιάδες πολλές, αρκετές χαροκαμένες από τα χρόνια του ´40... Θρανία ξύλινα χαραγμένα, να τρίζουν, ο Ιησούς από ψηλά να κοιτά καλοσυνάτα, το κουδούνι να χτυπά... Η πρώτη μου μέρα σε σχολείο...
Γιάννης Σπιλάνης
Περιφερειακός Σύμβουλος
Δεν έχω συγκεκριμένη εικόνα από τη πρώτη ημέρα στο σχολείο, στη πρώτη δημοτικού. Ισως γιατί έχοντας πάει δύο χρόνια νηπιαγωγείο -αφού οι γονείς μου εργάζονταν και δεν υπήρχε παππούς και γιαγιά στο σπίτι- δεν ήταν πρωτόγνωρη η εμπειρία.
Η επίγευση που έχει μείνει είναι συνολική και μάλλον προέρχεται από τις μεγαλύτερες τάξεις. Τα συναισθήματα πάντα ήταν μοιρασμένα ανάμεσα στα αρνητικά που συνδέονταν με το τέλος των διακοπών, την απώλεια των φίλων του καλοκαιριού στο νησί και την επιστροφή στην Αθήνα και στα θετικά που είχαν να κάνουν με τη προσδοκία του νέου: της τσάντας, των βιβλίων, των τετραδίων, των μολυβιών αλλά και των ρούχων.
Σήμερα φαίνονται ως μικρά πράγματα αλλά όμως ήταν σημαντικά για την εποχή εκείνη, τις αρχές της δεκαετίας του ‘60.
Και βέβαια η αγωνία για το άγνωστο, το καινούριο: τη δασκάλα (μόνο δασκάλες θυμάμαι μέχρι τη 5η δημοτικού) και τους συμμαθητές. Και κυρίως την συμμαθήτρια ή τον συμμαθητή που θα οριζόταν ως συγκάτοικος στο θρανίο. Την «αγωνία» του αριστερόχειρα και το πως θα είναι η συγκατοίκηση, την απέκτησα σίγουρα αργότερα.