
Η κυβέρνηση προχωρά σε μια επιλογή που συνιστά ευθεία υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και πλήρη αποποίηση ευθύνης για τη λειτουργία των σχολείων. Με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, καταργούνται οριστικά οι σχολικές επιτροπές από την 1η Αυγούστου 2026, μεταφέροντας όλες τις αρμοδιότητες στους Δήμους χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, χωρίς προσωπικό και χωρίς σχέδιο.
Η ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 31 του νομοσχεδίου για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα και την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βάζει οριστικό τέλος σε έναν θεσμό που, παρά τις αδυναμίες του, εξασφάλιζε την καθημερινή λειτουργία των σχολικών μονάδων. Θέρμανση, καθαριότητα, αναλώσιμα, μικροεπισκευές και άμεσες ανάγκες καλύπτονταν με σχετική ταχύτητα και γνώση των πραγματικών συνθηκών κάθε σχολείου. Η κυβέρνηση επιλέγει να διαλύσει αυτόν τον μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει με έναν κεντρικοποιημένο και δυσκίνητο διοικητικό έλεγχο.
Η πολιτική αυτή δεν αποτελεί θεωρητικό πείραμα. Εκεί όπου οι σχολικές επιτροπές έχουν ήδη καταργηθεί ή υπολειτουργούν στο πλαίσιο προηγούμενων ρυθμίσεων, τα σχολεία αντιμετώπισαν τεράστια προβλήματα. Καθυστερήσεις μηνών για βασικές πληρωμές, αδυναμία προμήθειας πετρελαίου θέρμανσης, έλλειψη καθαριστικών και αναλώσιμων, αναβολές επισκευών που επηρέασαν άμεσα την ασφάλεια και τη λειτουργία των σχολικών κτιρίων. Η πραγματικότητα αυτή είναι γνωστή στους Δήμους και στους εκπαιδευτικούς, αλλά αγνοείται επιδεικτικά από την κυβέρνηση.
Η οριστική κατάργηση των εξαιρέσεων που προέβλεπε ο ν. 5056/2023 για Δήμους με περισσότερες από 100 σχολικές μονάδες. Με το νέο νομοσχέδιο, ούτε οι μεγάλοι Δήμοι όπως ο Δήμος Μυτιλήνης με σύνθετες και αυξημένες ανάγκες θα έχουν τη δυνατότητα διατήρησης σχολικών επιτροπών. Από τον Αύγουστο του 2026 επιβάλλεται ένα ενιαίο μοντέλο απόλυτου κεντρικού ελέγχου, αδιαφορώντας για τις πραγματικές δυνατότητες και τα όρια των δημοτικών υπηρεσιών.
Η κυβέρνηση παρουσιάζει τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στους Δήμους ως μεταρρύθμιση και εξορθολογισμό. Στην πράξη, όμως, πρόκειται για μετακύλιση ευθυνών χωρίς τους αναγκαίους πόρους. Οι Δήμοι καλούνται να διαχειριστούν εκατοντάδες σχολικές μονάδες με τις ίδιες υποστελεχωμένες υπηρεσίες, ενώ οι διευθυντές σχολείων μετατρέπονται σε άτυπους διαχειριστές μέσω της πάγιας προκαταβολής, φορτωμένοι με ευθύνες, ελέγχους και γραφειοκρατία που δεν τους αναλογούν.
Η πρόβλεψη για πάγια προκαταβολή δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το μεταφέρει στους ώμους των σχολείων. Χωρίς σαφές πλαίσιο για το ύψος των ποσών και χωρίς διασφάλιση σταθερής ροής χρηματοδότησης, η καθημερινότητα των σχολείων παραμένει στον αέρα. Η εμπειρία από Δήμους όπου εφαρμόστηκαν αντίστοιχα σχήματα δείχνει ότι τα σχολεία βρέθηκαν εκτεθειμένα σε καθυστερήσεις και αδιέξοδα, με τους διευθυντές να λειτουργούν ως διαχειριστές κρίσεων αντί για παιδαγωγικοί υπεύθυνοι.
Η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο θα παραμείνει ανοιχτή έως την Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2026, όμως όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση έχει ήδη λάβει τις αποφάσεις της. Χωρίς ουσιαστικό διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα και την αυτοδιοίκηση, επιλέγει να αποδομήσει έναν κρίσιμο θεσμό και να αφήσει τα σχολεία εκτεθειμένα.
Η κατάργηση των σχολικών επιτροπών δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια αλλά μια βαθιά πολιτική επιλογή που αποτυπώνει την αντίληψη της κυβέρνησης για τη δημόσια εκπαίδευση. Λιγότερη στήριξη, περισσότερη γραφειοκρατία και μεταφορά του κόστους στις τοπικές κοινωνίες. Όπου αυτή η λογική εφαρμόστηκε, τα σχολεία πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Από τον Αύγουστο του 2026, η κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να γενικεύσει αυτό το αποτυχημένο μοντέλο σε ολόκληρη τη χώρα.