
Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για την εξέλιξη της παραγωγής, εμπορίας και εξαγωγών του ελαιολάδου καταγράφουν την άνιση μάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στους παραδοσιακούς ελαιώνες της Μεσογείου και τους υπερεντατικούς ελαιώνες. Ένα μοντέλο ελαιοκαλλιέργειας που στηρίζεται σε εκτεταμένη χρήση λιπασμάτων, εντομοκτόνων, ζιζανιοκτόνων και βαρέων μηχανημάτων. Επίσης, στηρίζεται στην πολύ εντατική επιστημονική στήριξη της παραγωγικής διαδικασίας. Ουσιαστικά, αυτή η μορφή ελαιοκομίας οδηγεί τη φύση στα απότατα όριά της.
Στην αντίπερα όχθη, οι παραδοσιακοί ελαιώνες στηρίζονται σε μια ισορροπία ανάμεσα στη φύση και την παραγωγή ελαιολάδου. Πολλές φορές μάλιστα έχει διαπιστωθεί πως στους παραδοσιακούς ελαιώνες η βιοποικιλότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε μη καλλιεργούμενες εκτάσεις. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως η υγεία του εδάφους στους παραδοσιακούς ελαιώνες είναι εντυπωσιακά καλή — κάτι που δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς για τους υπερεντατικούς ελαιώνες.
Στην Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως η παραγωγή ελαιολάδου έως το 2035 θα μειωθεί κάτω από τους 180.000 τόνους ετησίως, όταν πριν από μερικά χρόνια η χώρα παρήγαγε με άνεση ακόμη και πάνω από 300.000 τόνους. Στη χώρα κυριαρχούν οι παραδοσιακοί ελαιώνες σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, που παράγουν μικρές ποσότητες ελαιολάδου αλλά εξαιρετικής ποιότητας. Παράλληλα, υπάρχουν πολλά οργανωτικά προβλήματα που υπονομεύουν τη βιωσιμότητα των μικρών εκμεταλλεύσεων.
Αυτό που δεν αναφέρει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι τα δύο μοντέλα ελαιοκαλλιέργειας παράγουν δύο πολύ διαφορετικά προϊόντα, παρότι σήμερα έχουν το ίδιο όνομα. Είναι σαν να συγκρίνουμε μια τσιπούρα ιχθυοτροφείου με μια τσιπούρα που ψαρεύτηκε στην ανοιχτή θάλασσα. Κι όσο δεν γίνεται αυτός ο διαχωρισμός, όσο δεν αναδεικνύεται η διαφορετικότητα του ελαιολάδου των παραδοσιακών ελαιώνων, τόσο η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα επιβεβαιώνεται.
Κι εδώ τίθεται το ζήτημα: τι θα κάνει η ελληνική κυβέρνηση (σημερινή ή επόμενη); Θα πάρει μέτρα για να υπερασπιστεί το ελληνικό ελαιόλαδο των παραδοσιακών ελαιώνων και, μαζί με αυτό, και τους παραγωγούς του; Πέρα από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, και οι ελαιοπαραγωγοί που καλλιεργούν παραδοσιακούς ελαιώνες πρέπει να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις. Θα αποδεχθούν τον σταδιακό «θάνατο» των καλλιεργειών τους ή θα διεκδικήσουν την ανάδειξη της διαφορετικότητας του προϊόντος που παράγουν και μέτρα στήριξής του;
Τι λέει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Στην ενδιάμεση έκθεση για την αγροτική παραγωγή των κρατών μελών της Ε.Ε. η Κομισιόν σημειώνει: «Το μέλλον του τομέα ελαιολάδου της ΕΕ θα διαμορφωθεί από μια αλλαγή που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στην Πορτογαλία και την Ισπανία: τα επόμενα χρόνια, οι παραδοσιακοί μη αρδευόμενοι ελαιώνες αναμένεται να δώσουν τη θέση τους σε υπερεντατικές ελαιοκαλλιέργειες με αποδοτική διαχείριση νερού.
Η εξέλιξη αυτή είναι καθοριστικής σημασίας για να διασφαλιστεί η κερδοφορία του τομέα. Προβλέπεται ότι έως το 2035, η παραγωγή στην Ισπανία θα μπορούσε να αυξηθεί σε σχεδόν 1,8 εκατ. τόνους ετησίως και στην Πορτογαλία σε σχεδόν 0,2 εκατ. τόνους ετησίως. Στην Ελλάδα, μια προβλεπόμενη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και των αποδόσεων θα μπορούσε να οδηγήσει τις ποσότητες παραγωγής κάτω από 0,18 εκατ. τόνους ετησίως. Αντίστοιχα, η παραγωγή στην Ιταλία αναμένεται να μειώνεται κατά περίπου 3% ετησίως λόγω μικρότερων εκτάσεων και αποδόσεων. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση του τομέα περιλαμβάνουν την κλιματική αλλαγή, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, την έλλειψη νερού και τις ασθένειες. Η Xylella fastidiosa παραμένει σοβαρή απειλή σε περιοχές όπως η Απουλία, για παράδειγμα».
Μειώνεται η κατανάλωση
Για το κρίσιμο ζήτημα της κατανάλωσης η Κομισιόν αναφέρει: «Το ελαιόλαδο εξακολουθεί να επωφελείται από τη φήμη του ως υγιεινή πηγή λιπαρών. Παρ’ όλα αυτά, οι υψηλές τιμές των τελευταίων ετών έχουν μειώσει την κατανάλωση, ιδιαίτερα σε χώρες εκτός της Μεσογείου, όπου πολλοί καταναλωτές στράφηκαν σε πιο προσιτά υποκατάστατα όπως το ηλιέλαιο.
Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ισπανία προβλέπεται να μειώνεται κατά 0,6% ετησίως από τώρα έως το 2035, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών και τη μείωση του πληθυσμού. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Γαλλία αναμένεται επίσης να μειωθεί, με ρυθμό 0,5% έως 1,3% ετησίως. Αντίθετα, στην Πορτογαλία προβλέπεται αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης λόγω της αυξανόμενης παραγωγής, που θα μπορούσε να καταστήσει το ελαιόλαδο πιο προσιτό. Σε άλλες χώρες της ΕΕ, τα συνολικά επίπεδα κατά κεφαλήν κατανάλωσης αναμένεται να αυξηθούν, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν πιο υγιεινά λίπη για λόγους υγείας. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση σε αυτές τις χώρες θα μπορούσε να αυξηθεί σε 1,2 κιλά έως το 2035, αν και από χαμηλά επίπεδα».
Οι εξαγωγές ελαιολάδου
Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις εξαγωγές ελαιολάδου έχουν ως εξής: «Την επόμενη δεκαετία, οι καθαρές εξαγωγές ελαιολάδου από την Ισπανία προβλέπεται να αυξηθούν κατά 5,1%, και από την Πορτογαλία κατά 0,9%. Στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτή η τάση αντικατοπτρίζει τόσο τη μείωση της κατανάλωσης όσο και την αύξηση της παραγωγής.
Αντίθετα, άλλες χώρες της ΕΕ αναμένεται να δουν αύξηση των καθαρών εισαγωγών κατά 4,1% ετησίως έως το 2035 για να καλύψουν τη rising ζήτηση. Στην Ιταλία, οι καθαρές εισαγωγές προβλέπεται να μειώνονται κατά 0,4% ετησίως λόγω χαμηλότερης κατά κεφαλήν κατανάλωσης και μειωμένης παραγωγής. Η ΕΕ προβλέπεται να παραμείνει καθαρός εξαγωγέας, με τις καθαρές εξαγωγές να αυξάνονται κατά 6,1% έως το 2035.
Κοιτώντας μπροστά, η διαφοροποίηση προϊόντων και οι αποτελεσματικές στρατηγικές μάρκετινγκ θα είναι καθοριστικής σημασίας, ώστε ο τομέας ελαιολάδου της ΕΕ να διατηρήσει τον ηγετικό του ρόλο στην παγκόσμια αγορά».