
Από το 2026 μπαίνει σε εφαρμογή ένα νέο μοντέλο τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα, με την εισαγωγή των λεγόμενων πορτοκαλί τιμολογίων, τα οποία συνδέουν άμεσα την τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής με τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας. Πρόκειται για μια σταδιακή αλλαγή που δεν οδηγεί αυτομάτως σε γενικευμένες αυξήσεις, αλλά μεταβάλλει τον τρόπο χρέωσης, δημιουργώντας διαφορετικές επιπτώσεις ανάλογα με το προφίλ και τις συνήθειες κατανάλωσης. Στόχος του νέου συστήματος είναι να μειωθεί το κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και να αξιοποιείται πιο αποτελεσματικά η φθηνή ενέργεια που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές, κυρίως τις ώρες υπερπαραγωγής.
Η εφαρμογή των νέων τιμολογίων ξεκινά την 1η Φεβρουαρίου 2026 για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις βιοτεχνίες, ενώ από την 1η Απριλίου 2026 θα ενταχθούν και τα νοικοκυριά μαζί με τις μικρές επιχειρήσεις. Κεντρικό χαρακτηριστικό του νέου μοντέλου είναι η ωριαία διακύμανση της τιμής του ρεύματος. Οι καταναλωτές θα ενημερώνονται από την προηγούμενη ημέρα για τις τιμές που θα ισχύσουν ανά ώρα, ώστε να μπορούν να προγραμματίζουν τη χρήση ενεργοβόρων συσκευών και εξοπλισμού σε χρονικές ζώνες χαμηλότερου κόστους.
Για τα νοικοκυριά, το πορτοκαλί τιμολόγιο θα αποτελείται από μια σταθερή πάγια χρέωση που δεν θα μεταβάλλεται κάθε μήνα και από μια μεταβλητή τιμή ρεύματος που θα διαμορφώνεται ανά ώρα. Η ωριαία τιμή θα ανακοινώνεται καθημερινά έως τις 5 το απόγευμα για την επόμενη ημέρα. Παράλληλα, οι προμηθευτές θα αποστέλλουν ενημερώσεις μέσω SMS ή e mail, επισημαίνοντας ποιες ώρες το ρεύμα είναι φθηνότερο και ποιες ακριβότερο, αλλά και προειδοποιήσεις όταν οι τιμές αναμένεται να ξεπεράσουν τα 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στο νέο αυτό περιβάλλον, το τελικό κόστος δεν θα είναι ίδιο για όλους. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις που μπορούν να μεταφέρουν την κατανάλωσή τους σε ώρες χαμηλής ζήτησης και αυξημένης παραγωγής από ΑΠΕ, όπως για παράδειγμα τη λειτουργία πλυντηρίων, θερμοσιφώνων ή παραγωγικού εξοπλισμού, έχουν τη δυνατότητα να δουν χαμηλότερους λογαριασμούς σε σχέση με τα σημερινά σταθερά τιμολόγια. Αντίθετα, σε περιόδους αυξημένης ζήτησης ή περιορισμένης παραγωγής από ΑΠΕ, οι ωριαίες τιμές ενδέχεται να είναι υψηλότερες, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κόστος για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα ή την ευελιξία να προσαρμόσουν την κατανάλωσή τους. Έτσι, το νέο σύστημα δεν συνεπάγεται αυτόματα αυξήσεις, αλλά μεταφέρει μεγαλύτερο μέρος του ρίσκου και των ευκαιριών της αγοράς απευθείας στον τελικό καταναλωτή.
Αντίστοιχη λογική θα ισχύσει και για τους επαγγελματίες χρήστες, με τις χρεώσεις να προσαρμόζονται στις ανάγκες και τα προφίλ κάθε επιχείρησης. Το νέο μοντέλο δίνει τη δυνατότητα καλύτερου ελέγχου του ενεργειακού κόστους, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονων διακυμάνσεων, αλλά απαιτεί και πιο ενεργή διαχείριση της κατανάλωσης.
Την ίδια στιγμή, σημαντικές αλλαγές καταγράφονται και στο επίπεδο του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το μερίδιο της ΔΕΗ έχει υποχωρήσει κάτω από το 50%, γεγονός που δείχνει ότι ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται σε εναλλακτικούς προμηθευτές. Η Metlen, μέσω της Protergia, έχει ενισχύσει σημαντικά τη θέση της και πλέον ξεπερνά το 22% της αγοράς, εδραιώνοντας τον ρόλο της ως δεύτερος ισχυρός παίκτης.
Παράλληλα, οι Ήρων και NRG ενισχύουν την παρουσία τους, κατέχοντας συνολικά ποσοστό 14,5%, και αναμένεται μέσα στο 2026 να διαμορφώσουν έναν νέο, ισχυρό πόλο στην αγορά. Υπολογίσιμη παραμένει και η παρουσία της Enerwave, καθώς και εταιρειών όπως η Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας και η ZeniΘ, σε μια αγορά που αλλάζει δομή και περνά σε φάση αυξημένου ανταγωνισμού, με τον καταναλωτή πλέον να καλείται να είναι πιο ενημερωμένος και πιο ενεργός στη διαχείριση του ενεργειακού του κόστους.