
Επιμέλεια κειμένου: Βασίλειος Α. Γεώργας, εκπαιδευτικός - συγγραφέας
Μια μικρή ανθρώπινη ιστορία συζυγικής απιστίας και μεταμέλειας με υπόβαθρο τη βιοπάλη και την αυθεντική καθημερινότητα της ελληνικής περιφέρειας κάποιες δεκαετίες πριν· επίκαιρη λόγω ημερών, συγκινητική, διακριτικά διδακτική, αληθινή· καθώς προχωρεί η ανάγνωση εστιάζοντας στο κεντρικό θέμα, στη σκέψη του αναγνώστη αναδύονται οι έννοιες της αγάπης, της επιείκειας, της αυτοκριτικής, της μετάνοιας («ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει δικαίους, αλλʼ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν», κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη), της συγχώρησης· βασικό αξίωμα της θείας ενανθρώπισης, άλλωστε, αποτελεί το ρηθέν από τον ίδιο τον γλυκύ Ιησού: ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω ...
Στο αφήγημα γίνεται λόγος και για τη «γουρʼνοχαρά» {: τα χοιροσφάγια}, εθιμοτυπική εκδήλωση (ανάμνηση ανάλογου αρχαίου εθίμου) κατά την οποία παραμονές Χριστουγέννων έμπειροι άντρες ‒με δεξιοτέχνη σφαγέα σε πρωτεύοντα ρόλο‒ έσφαζαν και έγδερναν μεγάλο γουρούνι που ανήκε σε οικογένεια του χωριού, στη συνέχεια αφαιρούσαν τον «παστό» {: το πλούσιο λίπος του}, που λιωμένο και αποθηκευμένο τον χρησιμοποιούσαν σε φαγητά και πίτες (αντί λαδιού), το δε κρέας το τεμάχιζαν, το αλάτιζαν και το διατηρούσαν σε ξύλινα κιβώτια (λόγω έλλειψης ψυγείων)· το δέρμα και τα εντόσθια τα αξιοποιούσαν κατάλληλα (τσαρούχια, λουκάνικα, πατσά).
Ο γυρισμός της αμαρτωλής
(από τον επιθεωρητή δασών ‒με λογοτεχνικές ανησυχίες και αφηγηματικές αρετές‒ Σεραφείμ Κ. Τσιτσά και το βιβλίο του «Ιστορίες του χωριού», Αθήνα 1958, σσ. 144 ‒ 148)
Νύχτα σηκώθηκε την παραμονή του Χριστού ‒όπως λένε τα Χριστούγεννα στο χωριό‒ ο Βασίλης Τσιαφούλης, για να κάνει όλες τις χρειαζούμενες ετοιμασίες για το σφάξιμο και την τακτοποίηση του γουρουνιού. Ένα τετράπαχο γουρούνι που το τάιζε δεκαπέντε ολάκερους μήνες και είχε περάσει τις εκατό οκάδες. Δεν είχε αφήσει κήπο και περιβόλι αχάλαγο στο χωριό όλο το καλοκαίρι. Είχε πληρώσει μπόλικους τζερεμέδες {= πρόστιμα, αποζημιώσεις} στους συγχωριανούς του ο Βασίλης από τις ζημιές που έκανε το ανοικονόμητο και άζαπο {= άτακτο} αυτό τετράποδο. Οι γυναίκες που το προγκούσαν από τις βραγιές που λαθροβοσκούσε ‒φασουλιές, κολοκύθια, αραποσίτια‒ πετροβολώντας κοτρώνια καταπάνω του ξεστόμιζαν όσες πρόχειρες κατάρες εύρισκαν: «Αχ, κακός ψόφος να σι μάσει, μαγκούφʼκου ...». Αλλά το γουρούνι του Βασίλη όσο το καταριόντανε τόσο πάχαινε.
Ήρθε όμως η ώρα του, παραμονή Χριστούγεννα, να πληρώσει όλες τις λεηλασίες του στα ξένα περιβόλια. Γιʼ αυτό ο χασάπης, μόλις το γονάτισε και τράβηξε το μαχαίρι, ξεθύμανε κι αυτός απαντώντας στους επιθανάτιους γρυλισμούς του: «Ούρλιαξε πλανταμένο τώρα! Θα ξιράʼις {= ξεράσεις} ούλα όσα έκανις στα κήπια!». Μόλις είχε γδαρεί το ένοχο τετράποδο και άρχισε το ξεπάστωμα {= αφαίρεση του «παστού», του λίπους του σφαγμένου ζώου}, όταν η γριά βάβω φώναξε απʼ το παράθυρο το Βασίλη νʼ ανεβεί απάνω. Τον ζητούσε κάποια ξένη, δυστυχισμένη όπως φαινόταν, γυναίκα να τη βοηθήσει σʼ ό,τι μπορούσε. Σκούπισε πρόχειρα τα χέρια του, ανέβηκε απάνω και βγήκε στην πισινή πόρτα του σπιτιού. Όταν όμως αντίκρισε την άγνωστη γυναίκα, εκείνη έβγαλε μια άξαφνη κραυγή κι έπεσε λιπόθυμη. Την άρπαξε τότε ο Βασίλης και την έσυρε στο κελάρι. Η βάβω είχε κατέβει να βοηθήσει το χασάπη. Ο Βασίλης της έβρεξε το μέτωπο με νερό, πλησίασε στην μύτη λίγο αιθέρα κι όταν την είδε να συνέρχεται, τότε ανεγνώρισε κι εκείνος τη γυναίκα του.
‒ Εσύ είσαι, Μαρία, ή κάνω λάθος; Πώς βρέθηκες εδώ και σʼ αυτά τα χάλια; Τι γυρεύεις; Έμαθες πως βρίσκομαι εδώ;
‒ Όχι, Βασίλη, δεν περίμενα ποτέ να σʼ εύρω εδώ, έκανε η γυναίκα κοντανασαίνοντας {= λαχανιάζοντας}. Αλλιώς, δεν θα είχα ποτέ το κουράγιο να πατήσει το πόδι μου εδώ. Πίστεψέ μου. Γιʼ αυτό ήθελα εγώ να σε ρωτήσω πώς εσύ βρίσκεσαι εδώ. Έφυγες από το χωριό κι από πότε;
Ο Βασίλης στήριξε το κεφάλι του σκυμμένο στις δυο παλάμες του, όπως είχε ακουμπήσει απάνου σʼ ένα τσουβάλι γεμάτο καλαμπόκι, κι άρχισε να διηγείται με φωνή θλιμμένη: «Άκουσε, Μαρία. Όταν μʼ άφησες πριν πέντε χρόνια κι έφυγες άξαφνα μʼ εκείνον τον προκομμένο σου το Γραμματικό χωρίς να λογαριάσεις όχι εμένα, αλλά το σπλάχνο σου, το παιδί μας που μόλις είχε χρονίσει, μου φάνηκε εκείνο το άραχλο πρωινό πως άνοιξε η γη να με καταπιεί. Το ανεπάντεχο αυτό ήτανε φοβερό. Η ντροπή ακόμα φοβερότερη. Δεν ήθελα, δε μπορούσα νʼ αντικρίσω κανένα συγχωριανό μου. Ούτε τους δικούς μου, τους συγγενείς μου. Τι νʼ απολογηθώ και τι παρηγοριά να μου κάνουν κι αυτοί σʼ αυτή την προσβολή που δεν ξανακούστηκε στους τίμιους νοικοκυραίους του χωριού μας. Θα γινόμουνα ο περίγελος. Δεν μπορούσα να ζήσω πια. Και την ίδια ημέρα που έφυγες τα μάζεψα όσο μπορούσα κι έφυγα σαν κλέφτης. Πήρα τα μάτια μου μαζί με το Χριστάκη μου κι έφυγα από το χωριό. Βασίστηκα στα χέρια μου και την τέχνη μου και ήρθα σʼ αυτό το χωριό που απέχει δέκα ώρες από το δικό μας. Κανένας δεν ξέρει από τους δικούς μου πως βρίσκομαι εδώ. Όλοι είπαν πως πήρα κατόπι να σε βρω με τον εραστή σου. Δόξα να ʼχει ο Θεός. Η μαραγκοσύνη μου είχε δω μεγάλη πέραση, γιατί δεν υπάρχει άλλος τεχνίτης στο χωριό. Μένω σʼ αυτό το σπίτι μαζί με τη γριά που σου άνοιξε την πόρτα. Μένει κι αυτή ολομόναχη. Δυο παιδιά είναι παντρεμένα στην Αμερική και τα καρτερεί να γυρίσουν χρόνια τώρα ... Εσύ όμως, Μαρία, όπως βλέπω, θα πρέπει να τιμωρήθηκες για την ελεεινή διαγωγή σου. Καλά να εγκαταλείψεις στα καλά καθούμενα εμένα, τον άντρα σου. Αλλά να ʼχεις καρδιά νʼ αφήσεις το παιδί σου; ...»
Η φωνή του άρχισε να τραχεύει. Γιʼ αυτό σταμάτησε. Αισθάνθηκε τώρα κάποιον οίκτο γιʼ αυτή τη γυναίκα που είχε καταντήσει αγνώριστη μέσα σε πέντε χρόνια. Εκείνη του απάντησε ήρεμα και σιγανά:
« Ό,τι να μου πεις, Βασίλη, τʼ αξίζω όλα. Φάνηκα μια ελεεινή. Εγώ η μοναχοκόρη του παπά, πρώτη απʼ όλα τα τίμια κορίτσια του χωριού, όπως κι εσύ με ήξερες καλά, να φτάσω αυτού που έφτασα; Καταραμένη να ήτανε η γειτονιά με το Ειρηνοδικείο. Αυτή με κατέστρεψε. Αυτή και η καλοσύνη σου να τον καλέσεις χριστουγεννιάτικα σαν αύριο σπίτι μας, για να τον φιλοξενήσεις. Ξένος άνθρωπος να μη μείνει μονάχος τέτοια χρονιάρα μέρα. Ήτανε μεγάλος αγύρτης. Που ήξερε να ξεπλανεύει και να τάζει ουρανούς με τʼ άστρα. Μου φάνηκε σαν άγγελος που είχε στη διάθεσή του ολόκληρο τον παράδεισο. Ό,τι και να πω τώρα είναι χαμένα. Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται. Πάντως, ο άγγελος αυτός σε λίγους μήνες φάνηκε σωστός δράκος. Ένας ελεεινότατος παλιάνθρωπος. Τον εγκατέλειψα από αηδία. Έκλαψα, πόνεσα, δυστύχεψα. Στην πόλη που έμενα εδούλεψα σκληρά. Αλλά την παλιανθρωπιά εκεί τη συναντάς παντού. Δεν ήτανε του χαρακτήρα μου να κάνω μια πρόστυχη και πομπεμένη ζωή. Είδα κι απόειδα και πήρα τα μάτια μου για κάποιο από τα χωριά μας, τʼ αγραφιώτικα χωριά της πατρίδας μας, για παραδουλεύτρα.
Να βγάλω τίμια το ψωμί μου. Στο σπίτι μου και στο χωριό μας ούτε σκέφτηκα να ξαναπατήσω. Έπειτα, ο πατέρας μου πέθανε, όπως έμαθα, από τον καημό του ύστερα από λίγους μήνες. Ποιον να ʼβρισκα εκεί; Έρημη και δυστυχισμένη, όπως με κατάντησε η διαγωγή μου ‒κανένας δε μου φταίει‒ ήρθα εδώ, σʼ αυτό το χωριό άγνωστη, για να βρω δουλειά. Δεν ήξερα πως βρίσκεσαι εσύ εδώ. Αν το ʼξερα, δεν θα πλησίαζα ποτέ. Άλλωστε, ήξερα πως για σένα και το παιδί μου, το Χριστάκη, ήμουνα μια πεθαμένη. Τι γυρεύουν οι νεκροί ανάμεσα στους ζωντανούς;».
Εκείνη την ώρα ακούστηκε η χοντρή φωνή του χασάπη. Είχε τελειώσει το ξεπάστωμα και τον τεμαχισμό του κρέατος σε τέσσερα θεόρατα κομμάτια και φώναξε για τη μεταφορά τους και το κρέμασμα στα τσιγκέλια της τέμπλας.
Πετάχτηκε αμέσως ο Βασίλης στην αυλή λέγοντας στη Μαρία να τον περιμένει. Την ίδια στιγμή ακούστηκε στην αυλόπορτα η χριστουγεννιάτικη μελωδία από τις λεπτές παιδικές φωνίτσες. Την πήραν τα κλάματα, όταν άκουσε την επωδό:
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
‒ Το σπίτι αυτό το γκρέμισα εγώ η άθλια, έκανε με λυγμούς.
Την ίδια ώρα πετάχτηκε από τη διπλανή κάμαρη με το παντελονάκι του σβάρνα ο μικρός Χριστάκης, που τον ξύπνησαν τα κάλαντα. Η Μαρία όρμησε σαν τρελή και το ʼσφιξε στην αγκαλιά της. Ακούστηκαν τα βήματα του Βασίλη στη σκάλα. Σκούπισε τότε γρήγορα τα δάκρυά της και βοήθησε το μικρό να ντύσει τα ρουχαλάκια του. «Ακούς εκεί να φοράει ανάποδα το μποστάκι του ...!», προσπάθησε να κάνει ψύχραιμα καταπίνοντας τους λυγμούς που της ανέβαιναν ασυγκράτητοι σαν βίαιος καταρράχτης.
Βούρκωσαν και τα μάτια του άντρα της.
‒ Από σήμερα όμως θα το ντύνει όμορφα η μανούλα του. Έτσι δεν είναι, Μαρία;
Εκείνη έπεσε στα πόδια του να τα φιλήσει.
«Ξέχασέ τα όλα τα περασμένα, Μαρία. Ήτανε θέλημα Θεού να ξανάρθεις σπίτι σου. Στον άγνωστο δρόμο του γυρισμού σʼ οδήγησε σήμερα το λαμπερό αστέρι του Θεού. Το ίδιο που οδήγησε κάποτε, σα σήμερα, τους μάγους της Ανατολής στον τόπο που γεννήθηκε ο Χριστός. Αυτός που συγχώρεσε και συγχωρεί όλους τους αμαρτωλούς που μετανοούν ... Ας έχει δόξα ο Μεγαλοδύναμος ... Άντε τώρα και μας πήρε το μεσημέρι. Ανασκουμπώσου και συ, για να νετάρουμε. Μας βρίσκεις στη φούρια της προετοιμασίας για τη γουρʼνοχαρά {= τα χοιροσφάγια}. Και θέλουμε τώρα να φτιάσουμε αβγοκουλούρες, χριστόψωμα και γλυκά. Για πρώτη φορά θα γιορτάσουμε αύριο τη γιορτή του Χριστάκη μας μαζί. Και θα καλέσουμε όλο το χωριό στη χαρά μας ...».
Αυτή τη χαρά διαλαλούσαν την ίδια ώρα στις ρούγες του χωριού τα κάλαντα των μικρών:
Οι ουρανοί αγάλλονται
και χαίρει η Κτίσις όλη ...