
Η τοπική αγορά, η επισιτιστική επάρκεια και η ποιότητα των τροφίμων, η δυνατότητα των υπηρεσιών να λειτουργούν απρόσκοπτα και, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα των κατοίκων να παραμένουν στον τόπο τους, εξαρτώνται σήμερα περισσότερο από ποτέ από τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα. Αυτή η πραγματικότητα αναδείχθηκε με έντονο τρόπο σε δημόσια παρέμβαση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Π.Τ. Βορείου Αιγαίου, το οποίο εξέφρασε την αμέριστη συμπαράστασή του στους αγρότες, ελαιοπαραγωγούς, μαστιχοπαραγωγούς, αμπελουργούς, κτηνοτρόφους και όλους όσοι παλεύουν καθημερινά να διατηρήσουν ζωντανή την παραγωγή στα νησιά.
Ο πρόεδρος του Περιφερειακού Τμήματος, Παναγιώτης Μπαρούτης, μίλησε για έναν αγώνα αξιοπρέπειας, επιβίωσης και προστασίας του τόπου, υπογραμμίζοντας ότι οι παραγωγοί του Βορείου Αιγαίου αποτελούν την πλέον αδικημένη κοινωνική ομάδα των νησιών, μολονότι στηρίζουν καθοριστικά την οικονομία, τον πολιτισμό και την ίδια την ταυτότητα της περιοχής. «Η αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να υποβαθμίζεται», τονίζεται χαρακτηριστικά, με το Επιμελητήριο να ζητά έμπρακτη αναγνώριση του ρόλου των παραγωγών.
Σε μια περίοδο όπου τα νησιά της χώρας συγκαταλέγονται από την Eurostat στις φτωχότερες περιοχές της Ευρώπης, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, ιδίως των δυσπρόσιτων περιοχών, επιταχύνει την αποψίλωση των τοπικών κοινοτήτων. Το Επιμελητήριο υπενθυμίζει ότι η νησιωτικότητα προστατεύεται συνταγματικά (άρθρο 101 παρ. 4) και επισημαίνει ότι η στήριξη του πρωτογενούς τομέα αποτελεί προϋπόθεση για να παραμείνουν οι κάτοικοι στα νησιά τους και να συνεχίσουν να παράγουν εκλεκτά προϊόντα με συνέπεια και αξιοπρέπεια.
Η ανακοίνωση περιλαμβάνει αιχμηρή κριτική προς την κυβέρνηση, κάνοντας λόγο για αδιαφορία και αδυναμία προστασίας ενός στρατηγικού κλάδου, αλλά και για «σκιές διαφθοράς» στη διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων. Η αύξηση του κόστους παραγωγής σε ενέργεια, καύσιμα και λιπάσματα, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των τιμών σε σειρά προϊόντων, δημιουργεί –όπως σημειώνεται– ένα περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας χωρίς αποτελεσματικά αντισταθμιστικά μέτρα.
Το Επιμελητήριο εκφράζει σαφή θέση υπέρ των αιτημάτων των αγροτών, τα οποία χαρακτηρίζει δίκαια και άμεσα συνδεδεμένα με τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα. Δίνεται έμφαση στην ανάγκη διασφάλισης αξιοπρεπούς και σταθερού εισοδήματος, ως προϋπόθεση για να παραμείνουν οι παραγωγοί στους κόλπους της τοπικής κοινωνίας. Ζητείται αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος για το 2025 σε προϊόντα με τιμές κάτω του κόστους, άμεση καταβολή αποζημιώσεων, εξυγίανση οργανισμών και θεσμών που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή, μείωση του κόστους παραγωγής και μέτρα προστασίας της ελληνικής παραγωγής, με ιδιαίτερη έμφαση στους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Ειδική αναφορά γίνεται στην «απαράδεκτη», όπως χαρακτηρίζεται, εξαίρεση των ελαιοπαραγωγών, αμπελουργών, κτηνοτρόφων και μελισσοκόμων των νησιών από το Μέτρο 23.
Στο κείμενο ζητείται ένας ολοκληρωμένος εθνικός σχεδιασμός για τον πρωτογενή τομέα, ικανός να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της παραγωγής, να προστατεύσει το περιβάλλον και να στηρίξει την παραμονή των νέων στην ύπαιθρο. Σημειώνεται ότι χωρίς μια τέτοια στρατηγική, η ερήμωση της υπαίθρου θα συνεχιστεί και μαζί της θα χαθεί ένα ανεκτίμητο κομμάτι της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας.
«Είμαστε εδώ, δίπλα σε όλους τους παραγωγούς του Βορείου Αιγαίου», καταλήγει η ανακοίνωση, επιβεβαιώνοντας ότι το Επιμελητήριο δεσμεύεται να στηρίξει τις αγροτικές κοινότητες και να πιέσει για άμεσες κυβερνητικές παρεμβάσεις. «Η λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων πρέπει να συνδέεται με τον πραγματικό αγροτικό πληθυσμό της χώρας. Οι κοινότητές μας δεν μπορούν να περιμένουν άλλο.»
Το μήνυμα της παρέμβασης είναι ξεκάθαρο: χωρίς πρωτογενή τομέα δεν υπάρχει οικονομική ζωή, δεν υπάρχει τοπική αγορά, δεν υπάρχει επάρκεια και ποιότητα τροφίμων. Και, κυρίως, δεν υπάρχει η δυνατότητα για τους νησιώτες να συνεχίσουν να ζουν στον τόπο τους.