Το κράτος δεν πρέπει να επιστρέψει σε εκείνους που το ιδιοποιήθηκαν
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΑΦΗΣ*
Δημοσίευση 24/5/2025

Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση που ανοίχθηκε με πρωθυπουργική πρωτοβουλία αποκαλύπτει μια βαθύτερη επιδίωξη: να ξαναγραφεί το θεσμικό νόημα της Μεταπολίτευσης. Και επειδή το διακύβευμα είναι τόσο βαρύ η απάντηση δεν μπορεί να είναι η σιωπή.
Η συνταγματική αναθεώρηση είναι πάντα μια στιγμή ιδιαίτερης σημασίας. Δεν αφορά μόνο νομικά ζητήματα ή θεσμικές βελτιώσεις. Αποκαλύπτει και αναδεικνύει κάτι βαθύτερο: τις πολιτικές επιδιώξεις και τις ιστορικές φιλοδοξίες κάθε εποχής. Από το 1975 και μετά, το ελληνικό Σύνταγμα αποτέλεσε τον πυρήνα ενός νέου δημοκρατικού συμβιβασμού. Σε αυτόν ενσωματώθηκε και η Δεξιά – με ηγέτη τότε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – αλλά χωρίς ποτέ να αισθανθεί ότι το νέο θεσμικό οικοδόμημα της ανήκε.
Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτείνει την αναθεώρηση τεσσάρων κρίσιμων άρθρων του Συντάγματος:
• Το άρθρο 103, που κατοχυρώνει τη μονιμότητα στο Δημόσιο·
• Το άρθρο 16, που απαγορεύει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια·
• Το άρθρο 24, που προστατεύει τα δάση και το φυσικό περιβάλλον·
• Το άρθρο 86, για την ευθύνη των υπουργών.
Αυτά τα άρθρα δεν είναι τυχαία. Αποτελούν θεμέλια του κράτους δικαίου και της κοινωνικής εγγύησης. Η στοχευμένη επιλογή τους αποκαλύπτει μια βαθύτερη πολιτική πρόθεση: να επαναπροσδιοριστεί το κράτος όχι ως χώρος προστασίας και συλλογικής ευθύνης, αλλά ως εργαλείο εξουσίας, προσαρμοσμένο στις προτιμήσεις της αγοράς και της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η πρόθεση για την αναθεώρησή τους δεν είναι ουδέτερη. Ακόμη κι αν παρουσιάζεται ως «μεταρρυθμιστική ανάγκη», στην πραγματικότητα αποτυπώνει μια διαχρονική επιθυμία της Δεξιάς να απομακρυνθεί από τις αξίες της Μεταπολίτευσης. Να ξαναγράψει τους θεσμούς, να περιορίσει τα δημόσια αγαθά, να ελαστικοποιήσει την προστασία του περιβάλλοντος, να επαναφέρει την κρατική εξουσία πιο κοντά στα συμφέροντα και τις προτιμήσεις της.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ιδιαίτερο βάρος απέκτησε η παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κ. Τασούλα, ο οποίος δήλωσε με σαφήνεια ότι «τα μαθηματικά του Συντάγματος επιβάλλουν συναίνεση». Όπως κατανοεί ο καθένας δεν πρόκειται για μια τυπική διατύπωση ή μια «εξυπνάδα» του συρμού. Πρόκειται για υπενθύμιση ότι το Σύνταγμα δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης, αλλά όλων-ορίζοντας έτσι την ουσία της αναθεώρησης. Ότι αυτό δεν αλλάζει με απλή πλειοψηφία. Ότι δεν είναι και δεν πρέπει να φανεί ότι είναι το εργαλείο του ισχυρού.
Η δημόσια διοίκηση δεν είναι πρόβλημα που θέλει λύση. Είναι ο θεσμός που εγγυάται αμεροληψία και συνέχεια στο κράτος.Η ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι αγοραίο προϊόν. Είναι ο τόπος που μορφώνει, εξισώνει και ανοίγει δρόμους.
Το φυσικό περιβάλλον δεν είναι «αξιοποιήσιμο απόθεμα». Είναι το πλαίσιο ζωής μας.
Η ευθύνη των υπουργών δεν είναι περιττή λεπτομέρεια, αλλά βασική ένδειξη δημοκρατικής υγείας.
Το Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης, με τις ατέλειες και τις αντιφάσεις του, παραμένει το πιο ανθεκτικό θεσμικό εργαλείο της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι το αποτέλεσμα ενός συλλογικού αγώνα που κέρδισε πολιτικές ελευθερίες, εργασιακά δικαιώματα, συμμετοχή, εγγυήσεις. Δεν είναι μια γραφειοκρατική κατασκευή. Είναι το σύνολο των θεσμών που γεννήθηκαν μέσα από κοινωνικές ανάγκες και αξίες.
Και αυτό ακριβώς θέλει σήμερα να ανατρέψει η Δεξιά. Όχι απλώς αλλάζοντας άρθρα. Αλλά αναιρώντας το ιστορικό βάθος και το κοινωνικό νόημα της περιόδου που ακολούθησε τη Χούντα. Επιδιώκει να σβήσει ό,τι κατακτήθηκε τότε με τα συνθήματα της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης – όχι από μια παράταξη, αλλά από τον ίδιο τον λαό τον οποίο η ελίτ στην τρέχουσα ρητορική τον αντιμετωπίζει ως καταναλωτή και όχι ως πολίτη.
Δεν πρόκειται για αναθεώρηση άρθρων· πρόκειται για αναθεώρηση ιστορικού νοήματος – για μια επιχείρηση ανάκτησης ελέγχου του θεσμικού και συμβολικού χώρου. Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν σε έναν σαφή στόχο: να αμφισβητηθεί όχι απλώς η θεσμική μορφή, αλλά το ίδιο το ιστορικό περιεχόμενο της Μεταπολίτευσης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται να βαφτιστεί η υποχώρηση “εκσυγχρονισμός”. Αλλά ας μη συγχέουμε το έντεχνο πολιτικό μάρκετινγκ του κου Μητσοτάκη, με τη δημοκρατική αναγκαιότητα.
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η ουδετερότητα. Δεν μπορεί να είναι ο τεχνοκρατικός διάλογος. Η απάντηση πρέπει να είναι πολιτική, ιστορική και καθαρή:
Το κράτος δεν πρέπει να επιστρέψει σε εκείνους που κάποτε το ιδιοποιήθηκαν και το χρησιμοποιούν ως λάφυρο και κληρονομικό δικαίωμα μέχρι σήμερα.
Και αν το Σύνταγμα πρόκειται να αλλάξει, ας αλλάξει για να βαθύνει τη δημοκρατία, όχι για να σβήσει ό,τι γράφτηκε με αγώνες, κόστος και συλλογική μνήμη.
Γιατί τελικά, η αριθμητική του Συντάγματος δεν είναι αυτή των ψήφων, αλλά αυτή της εμπιστοσύνης, της ιστορικής συνέχειας και της πολιτικής αξιοπρέπειας.