Προτεραιότητα στους υπερεντατικούς ελαιώνες δίνει η Ε.Ε.
Οι μακροπρόθεσμες τάσεις στη αγορά του ελαιολάδου με τα μάτια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΑΒΗΣ Δημοσίευση 28/12/2024

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις μακροπρόθεσμες τάσεις των αγορών των αγροτικών προϊόντων και του αγροτικού εισοδήματος περιέχει πάντα ενδιαφέροντα στοιχεία για την εξέλιξη της ελαιοκομίας, διότι πέρα από την αποτύπωση της τρέχουσας κατάστασης δείχνει και ποιες είναι οι βασικές επιδιώξεις της Ε.Ε. για τον κλάδο. Η έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβρη του 2024 καταγράφει την απέχθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους παραδοσιακούς ελαιώνες. Παρότι πρόκειται για αγροτικές εκμεταλλεύσεις (μικρού μεγέθους) που είναι εξαιρετικά φιλικές προς το περιβάλλον. Ακόμη η έκθεση με έμμεσο τρόπο μας λέει πως το ελαιόλαδο θα παραμείνει ένα ακριβό προϊόν και γι’ αυτό η κατανάλωση του θα συνεχίσει να μειώνεται στις ελαιοπαραγωγές χώρες, όμως συνολικά η κατανάλωση στις χώρες μέλη της Ένωσης θα αυξηθεί το ίδιο θα γίνει και με τις εξαγωγές.
Ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει αποκλίνουσες τάσεις στον τομέα του ελαιολάδου και εκτιμά πως «η μελλοντική κερδοφορία του τομέα του ελαιολάδου της ΕΕ εξαρτάται από τον επιτυχή μετασχηματισμό των παραγωγικών συστημάτων, δηλαδή από εκτεταμένους ελαιώνες σε εντατικές και άκρως μηχανοποιημένες φυτείες». Πρόκειται για μια σαφέστατη αναφορά που δείχνει πως κεντρική επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η προώθηση των εντατικών και υπερεντατικών ελαιώνων παρότι πρόκειται για μορφές ελαιοκαλλιέργεια με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον.
Επίσης η έκθεση αναφέρει πως γίνονται επενδύσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η λειψυδρία. Εκτός των άλλων γίνονται νέες φυτεύσεις ελαιώνων.
Η ετήσια μέση αύξηση της παραγωγής ελαιολάδου για την εκτιμώνται στο 1,2% και 1% αντίστοιχα τα επόμενα χρόνια.
Οι επιπτώσεις των ασθενειών (δηλαδή Xylella fastidiosa, Euphyllura olivine κ.λπ.), καθώς και η έλλειψη εργατικού δυναμικού και το αυξανόμενο κόστος, αποτελούν πρόσθετες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι ελαιοκαλλιεργητές τα επόμενα χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει πως συνεχίζεται η πτωτική τάση της κατανάλωσης ελαιολάδου σε ορισμένες χώρες της ΕΕ. Η πτωτική τάση αναμένεται να συνεχιστεί, αντανακλώντας τα νέα καταναλωτικά πρότυπα των νεότερων γενεών.
Οι υψηλές τιμές και η πιθανή υποκατάσταση με άλλα φυτικά έλαια, κυρίως σε χώρες που δεν διαθέτουν ισχυρή παράδοση στην κατανάλωση ελαιολάδου, κάνουν ακόμη μεγαλύτερη την αβεβαιότητα της ζήτησης. Ειδικότερα σε ότι αφορά την εξέλιξη της κατανάλωσης αναμένονται μειώσεις της τάξης του 2 - 3 % ετησίως για την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Μετά την αύξηση της διαθεσιμότητας, η κατά κεφαλήν κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί στην Πορτογαλία, φτάνοντας τα 5,6 kg έως το 2035. Ξεκινώντας από ένα χαμηλό επίπεδο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην υπόλοιπη ΕΕ αναμένεται να αυξάνεται ετησίως κατά 3,7% κατά την περίοδο προβολής.
Εμπορία του ελαιολάδου
Αυξήσεις στις καθαρές εξαγωγές αναμένονται από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, σε σύγκριση με το 2035 με την περίοδο 2020-2024. Το αποτέλεσμα αυτό αντανακλά τόσο τις αλλαγές στην κατανάλωση όσο και τις εξελίξεις στην παραγωγή. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2024 - 2035, οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,5%, 1,8% και 1,5% ετησίως στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία αντίστοιχα. Στην Ιταλία οι καθαρές εισαγωγές προβλέπεται να μειωθούν ετησίως κατά 8,2%, αντανακλώντας επίσης χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν κατανάλωσης.
Αντίθετα, στην υπόλοιπη ΕΕ οι καθαρές εισαγωγές αναμένεται να αυξηθούν ετησίως κατά 4%. Η ΕΕ αναμένεται να διατηρήσει την εξαγωγική της θέση, με τις καθαρές εξαγωγές να φθάνουν σχεδόν τους 750.000 τόνους έως το 2035. Τα τελευταία χρόνια, η Τυνησία αύξησε τις εξαγωγές προς την ΕΕ, επωφελούμενη από τις υφιστάμενες εμπορικές συμφωνίες. Η διαφοροποίηση των προϊόντων θα μπορούσε να βοηθήσει στον περιορισμό των επιπτώσεων του αυξανόμενου ανταγωνισμού τιμών στην παγκόσμια αγορά.