Οι δύο όψεις της πρωτογενούς παραγωγής στην Ελλάδα
Διείσδυσης του εξωαγροτικού κεφαλαίου και των Funds που αναζητούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες και δημιουργούν νέες συνθήκες στον αγροδιατροφικό τομέα και παράλληλα καταστροφή των μικρομεσαίων αγροτών διαπιστώνει ο Κασίμης
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 24/11/2024

Ο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και ομότιμος Καθηγητής, του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χαράλαμπος Κασίμης μίλησε για την καταστροφή των μικρομεσαίων αγροτών και την παράλληλη ισχυροποίηση των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα στο συνέδριο του ΕΝΑ. Το συνέδριο που είχε τίτλο «1974 – 2024: H εποχή της δημοκρατίας & το μέλλον της», πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή και το Σάββατο 15 - 16 Νοεμβρίου στην Αθήνα.
Τα κύρια σημεία της τοποθέτησης του κ. Κασίμη έχουν ως εξής:
«Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνικοδημογραφική βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας έχει διαβρωθεί και μαζί και η βιωσιμότητα ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας της υπαίθρου.
Τα τελευταία 15 χρόνια, οι μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις, που αποτελούν πάνω από τα 2/3 του συνόλου, μειώθηκαν πάνω από 30%, το μέσο καθαρό εισόδημα μειώθηκε επίσης κοντά στο 30%, ενώ και η δημογραφική κατάσταση των αρχηγών εκμεταλλεύσεων επιδεινώθηκε σοβαρά με τους άνω των 65 ετών να αποτελούν πλέον το 37% του συνόλου.
Αυτό οδηγεί, αργά αλλά σταθερά, στην διαμόρφωση μιας διπολικής γεωργίας που από την μία πλευρά συρρικνώνει το μέγεθος, την βαρύτητα και ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων και από την άλλη συγκεντρώνει μέγεθος, αξία παραγωγής, ενισχύσεις, επενδύσεις και κερδοφορία σε όλο και μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις που έχουν καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, σε νέες τεχνολογίες και επεκτείνονται σε διεθνείς αγορές όσο και σε άλλα στάδια της αλυσίδας παραγωγής.
Σε αυτή την όλο και εντονότερα διπολική κατάσταση παρατηρείται πλέον και ένα άλλο φαινόμενο, αυτό της διείσδυσης του εξωαγροτικού κεφαλαίου και των Funds που αναζητούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες και δημιουργούν νέες συνθήκες στον αγροδιατροφικό τομέα.
Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται ενισχύει και η πολιτική της κυβέρνησης όπως εκφράζεται τόσο με τις προτάσεις της Ολλανδικής εταιρείας για την Θεσσαλία όσο και με τις πρόσφατες ανακοινώσεις του πρωθυπουργού για επενδύσεις 600 εκατ στα θερμοκήπια, όπου επικεντρώνονται τόσο οι προτάσεις των Ολλανδών όσο και το επενδυτικό ενδιαφέρον του εξωαγροτικού κεφαλαίου.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι νέες ευρωπαϊκές αγροτικές πολιτικές, που απειλούν παραγωγικότητα και εισόδημα (πράσινη μετάβαση, περιβαλλοντικές απαιτήσεις, οικοσχήματα κ.α), η κλιματική κρίση, το έλλειμμα ρευστότητας, η εκτίναξη του κόστους παραγωγής, η διεύρυνση της απόστασης τιμών παραγωγού και τιμών καταναλωτή και το έλλειμμα μεσομακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού και κυβερνησιμότητας στην εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής (στρατηγικό σχέδιο νέας ΚΑΠ, πληρωμές και λειτουργία ΟΠΕΚΕΠΕ).
Παράλληλα συρρικνώνονται και οι κοινωνικές υποδομές στην ύπαιθρο που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανασυγκρότηση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού της ανακόπτοντας την αγροτική έξοδο και την εγκατάλειψη της γεωργίας.
Ο κόσμος των μικρομεσαίων αγροτών είναι πλέον αντιμέτωπος με ένα νέο αγροτικό ζήτημα και μια νέα αγροτική έξοδο.
Αναμφίβολα η ΚΑΠ χρειάζεται αναθεώρηση, όπως και το εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ, αύξηση του προϋπολογισμού της, αναδιάταξη των προτεραιοτήτων, ευελιξία και μείωση της γραφειοκρατίας, επιπλέον εργαλεία πολιτικής για την αποτελεσματική εφαρμογή της και δίκαιη κατανομή των πόρων, για να μην ακυρωθεί η πράσινη μετάβαση και για να διασφαλιστεί η γεωργική παραγωγή, η βιωσιμότητα του γεωργικού εισοδήματος και η ανθεκτικότητα των αγροτικών περιοχών.
Κρίνεται αναγκαία μια ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση του πρωτογενούς τομέα και του αγροδιατροφικού συστήματος καθώς και μια συνολική πολιτική για την ύπαιθρο που θα σταματήσει την «ερημοποίηση» της ελληνικής επαρχίας.
Μια μεταρρύθμιση που θα χαρακτηρίζεται από πολιτικές για την επανατοπικοποίηση της παραγωγής, την ενίσχυση των προϊόντων ποιότητας, ταυτότητας, οργανικής γεωργίας, με βραχείες αλυσίδες αξίας, χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, συλλογικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής και λειτουργικές διακλαδικές συνδέσεις με προέκταση μέχρι την γαστρονομία και τον τουρισμό.»