
Από την Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2026 οι λαϊκές αγορές σε ολόκληρη τη χώρα μπαίνουν σε πανελλαδική απεργία επ’ αόριστον, με καθολική συμμετοχή από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη. Η απόφαση ελήφθη από κοινού από τη Συνομοσπονδία Λαϊκών Αγορών Ελλάδας, την Παναττική Ομοσπονδία Σωματείων Πωλητών Λαϊκών Αγορών, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Παραγωγών Πωλητών Λαϊκών Αγορών, την Ομοσπονδία Περιφερειακών Λαϊκών Αγορών Αττικής, καθώς και από όλες τις Ομοσπονδίες επαγγελματιών και παραγωγών πωλητών της χώρας.
Οι εκπρόσωποι των λαϊκών αγορών κάνουν λόγο για έναν αγώνα που αποτελεί πλέον μονόδρομο. Παρά το γεγονός ότι ο παραγωγός και ο αυτοαπασχολούμενος αγρότης διαθέτουν τα προϊόντα τους σε χαμηλές τιμές, οι πολιτικές που εφαρμόζονται επιβαρύνουν το κόστος σε κάθε στάδιο της διακίνησης. Το αποτέλεσμα είναι τα προϊόντα να φτάνουν ακριβά στον καταναλωτή, όχι λόγω του χωραφιού ή του πάγκου, αλλά εξαιτίας κυβερνητικών επιλογών, διαρκώς αυξανόμενων φόρων, τελών και επιβαρύνσεων που δεν αντανακλούν την πραγματική τους αξία. Δεν είναι τυχαίο, όπως επισημαίνουν, ότι τα ίδια ελληνικά προϊόντα πωλούνται σε αγορές του εξωτερικού σε χαμηλότερες τιμές από ό,τι στη χώρα παραγωγής τους.
Οι λαϊκές αγορές και τα ελληνικά νοικοκυριά βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται ασφυκτική. Η ακρίβεια πλήττει άμεσα τον καταναλωτή και ταυτόχρονα αποδυναμώνει τον πρωτογενή τομέα και τη μικρή ατομική επιχειρηματικότητα, που αποτελούν τη βάση της πραγματικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι πωλητές των λαϊκών αγορών δηλώνουν ξεκάθαρα ότι στέκονται στο πλευρό των αγροτών και των αγροτικών κινητοποιήσεων, διεκδικώντας από κοινού τη μείωση του κόστους παραγωγής. Χιλιάδες από τους πωλητές είναι οι ίδιοι αγρότες παραγωγοί, που βιώνουν καθημερινά τις ίδιες πιέσεις τόσο στην παραγωγή όσο και στη διάθεση των προϊόντων τους.
Στον πυρήνα της απεργιακής κινητοποίησης βρίσκονται συγκεκριμένα αιτήματα. Πρώτο και κυρίαρχο είναι η αντιμετώπιση της ακρίβειας στις λαϊκές αγορές, καθώς οι τιμές επιβαρύνονται από αλλεπάλληλα κόστη, φόρους και εισφορές που δεν σχετίζονται με την παραγωγή ή την εμπορία και πλέον δεν μπορούν να απορροφηθούν. Οι λαϊκές αγορές, όπως τονίζεται, μετατρέπονται σε αποδέκτη μιας πολιτικής που διογκώνει την ακρίβεια, περιορίζει την αγοραστική δύναμη των πολιτών και συμπιέζει τα εισοδήματα παραγωγών και επαγγελματιών πωλητών.
Καθοριστικό αίτημα αποτελεί επίσης η ουσιαστική στήριξη των αγροτών μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής. Χωρίς μέτρα για την ενέργεια, τα καύσιμα, τα εφόδια και τις μεταφορές, ο πρωτογενής τομέας οδηγείται, όπως επισημαίνουν οι Ομοσπονδίες, με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο. Η στήριξη των αγροτών συνδέεται άμεσα με την επάρκεια προϊόντων, την ποιότητα και τις προσιτές τιμές στις λαϊκές αγορές, καθώς όταν ο αγρότης αδυνατεί να καλλιεργήσει, το πρόβλημα μεταφέρεται σε ολόκληρη την κοινωνία.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην κατάργηση του τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης, ο οποίος οδηγεί σε οριζόντια φορολόγηση ανύπαρκτων εισοδημάτων. Οι επαγγελματίες πωλητές φορολογούνται ακόμη και για ημέρες που αποδεδειγμένα δεν εργάζονται, παρότι η δραστηριότητά τους είναι πλήρως καταγεγραμμένη μέσω αδειών, ταμειακών μηχανών, POS και διασύνδεσης με την ΑΑΔΕ. Παρ’ όλα αυτά, η φορολόγηση αγνοεί τα πραγματικά δεδομένα, συντηρώντας ένα άδικο και αναχρονιστικό σύστημα που τιμωρεί τη νομιμότητα αντί να την επιβραβεύει.
Στα αιτήματα περιλαμβάνεται και η άμεση απόσυρση της πρόσθετης φορολόγησης 10% λόγω απασχόλησης υπαλλήλου, μια επιβάρυνση που, σύμφωνα με τους πωλητές, τιμωρεί την εργασία αποκλειστικά στις λαϊκές αγορές και δεν εφαρμόζεται σε καμία άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Το μέτρο αυτό, που ισχύει μόνο για τις λαϊκές αγορές της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, δημιουργεί άνιση μεταχείριση και υπονομεύει τη βιωσιμότητα των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων.
Έντονες είναι και οι αντιδράσεις για το ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής. Οι Ομοσπονδίες ζητούν να παραμείνει το χειρόγραφο δελτίο, επισημαίνοντας ότι οι λαϊκές αγορές λειτουργούν σε εξωτερικούς χώρους χωρίς σταθερή μηχανογραφική υποδομή και ότι είναι πρακτικά αδύνατο να καταγράφονται αναλυτικά τα προϊόντα που παραμένουν στον πάγκο και επιστρέφουν στην έδρα.
Τέλος, ζητούνται ουσιαστικές τροποποιήσεις του Ν. 4849/2021, ο οποίος, όπως καταγγέλλεται, δημιουργεί σοβαρές αγκυλώσεις και δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας των λαϊκών αγορών. Παρά τα επανειλημμένα υπομνήματα και τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική ανταπόκριση.
Οι πωλητές των λαϊκών αγορών καλούν την κυβέρνηση να σκύψει πραγματικά πάνω στα προβλήματα του κλάδου και να δώσει ξεκάθαρες, άμεσες και εφαρμόσιμες λύσεις. Την ίδια στιγμή, εκφράζεται ανοιχτά ο φόβος ότι συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές οδηγούν στη συρρίκνωση ενός θεσμού που στηρίζει καθημερινά την κοινωνία, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συγκέντρωση της αγοράς και την ενίσχυση των μονοπωλιακών πρακτικών.
Η πανελλαδική απεργία επ’ αόριστον αποτελεί, όπως τονίζεται, ένα σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. Οι λαϊκές αγορές στηρίζουν τα νοικοκυριά, τους αγρότες και τους καταναλωτές και δηλώνουν αποφασισμένες να υπερασπιστούν τον κοινωνικό τους ρόλο. Οι λαϊκές αγορές, όπως υπογραμμίζεται, είναι και θα παραμείνουν πρώτα λαϊκές και μετά αγορές.