
Η κρίση που βιώνει τα τελευταία χρόνια ο αγροτικός κόσμος δεν περιορίζεται στα χωράφια και στα ελαιοτριβεία. Διαχέεται σε ολόκληρη την αλυσίδα της αγροτικής οικονομίας και αγγίζει άμεσα τους γεωτεχνικούς, τα γεωπονικά καταστήματα και όσους συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την αγροτική παραγωγή. Αυτό αναδείχθηκε με έντονο τρόπο στη συνέντευξη που παραχώρησε ο έμπειρος γεωπόνος Βασίλης Γάλλος στον ραδιοφωνικό σταθμό 99 FM ΣΤΟ ΝΗΣΙ και στην εκπομπή «Μιλάμε Οικονομικά», περιγράφοντας μια πραγματικότητα σκληρή, με έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά και ανησυχητικές προοπτικές.
Όπως σημειώνει, η σχέση γεωπόνου και παραγωγού δεν είναι απλή εμπορική συναλλαγή, αλλά μια συνεργασία που βασίζεται στη συμβουλή, στον προγραμματισμό και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χωραφιού. Σε αυτό το πλαίσιο, προτεραιότητα έχουν ο άνθρωπος, το φυτό και η ισορροπία του περιβάλλοντος και όχι το πρόσκαιρο κέρδος. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δοκιμάζεται σκληρά μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκούς οικονομικής πίεσης.
Κάτω οι τιμές πάνω τα κόστη
Η μεγάλη ανατροπή ήρθε με την κατακόρυφη πτώση της τιμής του ελαιολάδου, εξηγεί ο κ. Γάλλος. Από τα 8 και 9 ευρώ το κιλό στα τέλη του 2023, η αγορά βρέθηκε μέσα σε λίγους μήνες στα 4 με 5 ευρώ, με το κόστος παραγωγής να παραμένει αυξημένο σε όλους τους τομείς. Λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ενέργεια και κόστος διαβίωσης δεν υποχώρησαν, με αποτέλεσμα ο παραγωγός να βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε χαμηλά έσοδα και υψηλές υποχρεώσεις.
Οι αυξήσεις στα γεωργικά εφόδια ξεκίνησαν σταδιακά μετά τον κορονοϊό και κορυφώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία, χωρίς ουσιαστική αποκλιμάκωση στη συνέχεια. Ακόμη και όπου υπήρξαν μικρές μειώσεις, όπως σε ορισμένα λιπάσματα, αυτές δεν άλλαξαν τη γενική εικόνα. Οι τιμές καθορίζονται πλέον από διεθνείς παράγοντες και μεγάλους παίκτες, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ελιγμών στην τοπική αγορά, εξηγεί ο έμπειρος γεωπόνος.
Γεωτεχνικά καταστήματα σε ρόλο πιστωτικών ιδρυμάτων
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τα γεωπονικά καταστήματα έβαλαν πλάτη, όπως τόνισε ο συνομιλητής μας, ήδη από την κρίση του 2010 και τα μνημόνια. Με τις τράπεζες ουσιαστικά απούσες, οι παραγωγοί στηρίχθηκαν στην πίστωση των καταστημάτων. Αυτό όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν, πολλοί παραγωγοί αδυνατούν να ανταποκριθούν και τα καταστήματα πλέον αναγκάζονται να κλείσουν τη στρόφιγγα για να επιβιώσουν και τα ίδια.
Οι αγρότες δεν μπορούν να καλύψουν τις βιωτικές ανάγκες τους
Η οικονομική κρίση έχει πλέον σαφείς κοινωνικές διαστάσεις. Όπως περιγράφεται, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα αγροτικό νοικοκυριό που να μην δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες, από την υγεία και την εκπαίδευση των παιδιών μέχρι την καθημερινή διαβίωση. Η πίεση αυτή γεννά θυμό, ένταση και φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης, ακόμη και σε χωριά όπου τέτοια προβλήματα δεν υπήρχαν ποτέ στο παρελθόν. Η εγκατάλειψη χωραφιών και η μετακίνηση οικογενειών προς την πόλη είναι πλέον ορατή πραγματικότητα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγροτικές επιδοτήσεις λειτουργούσαν ως ένα αναγκαίο κεφάλαιο εκκίνησης για κάθε καλλιεργητική χρονιά, σημειώνει ο κ. Γάλλος. Οι δραστικές περικοπές και οι καθυστερήσεις, σε συνδυασμό με το κλίμα φόβου και συνεχών ελέγχων, έχουν οδηγήσει πολλούς παραγωγούς σε απόγνωση. Ο ίδιος αναφέρει το παράδειγμα παραγωγού που, αντί για 2.500 ευρώ επιδότησης, έλαβε περίπου 200 ευρώ, οδηγούμενος τελικά στην απόφαση να εγκαταλείψει την καλλιέργεια για να βρει μεροκάματο.
Οι φωτεινές εξαιρέσεις
Παρά τη γενικευμένη απαισιοδοξία, υπάρχουν και φωτεινές εξαιρέσεις. Νέοι παραγωγοί που δουλεύουν με πρόγραμμα, επενδύουν στη γνώση, εφαρμόζουν καλλιεργητικές φροντίδες και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της κλιματικής κρίσης. Σε αυτούς, ο ρόλος του γεωπόνου δεν περιορίζεται στη συμβουλή, αλλά συχνά γίνεται ρόλος εμψυχωτή και καθοδηγητή.
Χαμηλές αποδόσεις της ελιάς σε λάδι
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις χαμηλές αποδόσεις των τελευταίων ετών στο ελαιόλαδο, που αποτελούν κεντρικό πρόβλημα για τη Λέσβο. Οι αιτίες είναι πολλές και αλληλένδετες. Η ανισορροπία ανάμεσα στο ξύλο και τον καρπό, οι υψηλές θερμοκρασίες, οι ασθένειες του κορμού, η προσβολή από τον δάκο και η έλλειψη νερού δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Η λύση, όπως επισημαίνεται, δεν βρίσκεται στις απότομες καρατομήσεις, αλλά σε σταδιακά και καθοδηγούμενα κλαδέματα που φέρνουν το δέντρο χαμηλά, δίνουν φως στον καρπό και ενισχύουν τη δυνατότητα παραγωγής λαδιού.
Κομβικό ρόλο παίζει και η ορθολογική λίπανση, με βάση αναλύσεις εδάφους και φύλλων και όχι με πρακτικές άλλων εποχών. Λάθη σε αυτό το στάδιο δεν διορθώνονται εύκολα και κοστίζουν ακριβά σε βάθος χρόνου. Παράλληλα, απαιτείται ενίσχυση της άμυνας των φυτών απέναντι στις ασθένειες και στις ακραίες καιρικές συνθήκες που πλέον αποτελούν κανόνα.
Άμεση ανάγκη για έργα άρδευσης
Το νερό αναδεικνύεται σε ζήτημα ζωτικής σημασίας. Χωρίς άμεσες παρεμβάσεις, μικρά φράγματα, δεξαμενές και λειτουργικές γεωτρήσεις, η ελαιοκαλλιέργεια δεν μπορεί να επιβιώσει. Όπως τονίζεται, δεν έχει νόημα η ανάπτυξη υποδομών για τον τουρισμό όταν δεν διασφαλίζεται η παραγωγή που κρατά ζωντανά τα χωριά και την τοπική κοινωνία.
Κλείνοντας, ο γεωπόνος δηλώνει συγκρατημένα αισιόδοξος για την επόμενη ελαιοκομική χρονιά, καθώς πολλά δέντρα δείχνουν σημάδια ανάρρωσης. Αυτό όμως προϋποθέτει φροντίδα, πρόγραμμα και στήριξη. Η ελιά μπορεί να αντέξει και να προσαρμοστεί, όπως έχει κάνει επί αιώνες. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν να αντέξουν οι άνθρωποι που τη φροντίζουν.
Δείτε όλη την συνέντευξη εδώ: