
Υπάρχει μια παράδοξη στιγμή που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, λίγο πριν φτάσουν οι γιορτές: ενώ όλα γύρω μας φωτίζονται, πολλοί άνθρωποι – και κυρίως γυναίκες – νιώθουμε να βαραίνουμε. Όχι από τις αγορές ή την κούραση, αλλά από μια βαθιά και σιωπηλή προσδοκία ότι οι γιορτές πρέπει να είναι «όπως πρέπει». Κι αυτό το «πρέπει» σπάνια μας ανήκει.
Το συναντάμε σε συνομιλίες, σε σπίτια, σε μηνύματα φίλων: η αίσθηση ότι για να είναι επιτυχημένες οι γιορτές, πρέπει να έχουμε προλάβει να φτιάξουμε όλα τα γλυκά, να στολίσουμε τέλεια, να οργανώσουμε τραπέζια, να μαγειρέψουμε, να φιλοξενήσουμε, να κρατήσουμε την καλή διάθεση όλων. Να είμαστε παρούσες, διαθέσιμες, έτοιμες για κάθε μικρή και μεγάλη ανάγκη.
Αυτό το φορτίο δεν είναι τυχαίο. Είναι αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που θέλει τις γυναίκες «καρδιά» του σπιτιού. Η φροντίδα δεν παρουσιάζεται ως επιλογή, αλλά ως αυτονόητη υποχρέωση. Και έτσι, ενώ οι γιορτές διαφημίζονται ως περίοδος ζεστασιάς, για πολλές γυναίκες γίνονται μια εποχή αόρατης υπερκόπωσης.
Δεν είναι λίγες όσες παραδέχονται, με μια μικρή ντροπή σχεδόν, ότι νιώθουν πως δεν κάνουν τίποτα επειδή «δεν πρόλαβαν» να φτιάξουν μελομακάρονα. Πολλές γυναίκες το μοιράστηκαν αυτό στο πρόγραμμα ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ που υλοποιεί η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου για τις γυναίκες των νησιών. Η υπόρρητη απαίτηση να τα κάνουμε όλα – και να τα κάνουμε όμορφα – γίνεται μέτρο της αξίας μας, λες και η φροντίδα προς τους άλλους έχει μόνο μία μορφή: την κουρασμένη, σιωπηλή προσφορά.
Κι όμως, η πραγματικότητα των γιορτών είναι πιο σύνθετη. Οι γυναίκες κουβαλούμε συχνά τη μέριμνα ολόκληρης της οικογένειας, τη συναισθηματική διαχείριση σχέσεων, τη διατήρηση της παράδοσης και την ευθύνη να δημιουργήσουμε«ατμόσφαιρα». Έχουμε μάθει να γινόμαστε ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλα. Το αποτέλεσμα είναι πως, όταν κάποιες από εμάς δεν τα καταφέρνουμε όλα, όταν εξαντλούμαστε, όταν δεν προλαβαίνουμε ή δεν έχουμε διάθεση, νιώθουμε προσωπική αποτυχία εκεί όπου θα έπρεπε να νιώθουμε το όριό μας.
Οι γιορτές, όμως, δεν είναι από μόνες τους μια δοκιμασία. Τις κάνει τέτοιες η αόρατη σύμβαση ότι πρέπει να είμαστε σε όλα παρούσες: στα δώρα, στα τραπέζια, στις λεπτομέρειες του σπιτιού, στην οργάνωση, στη φροντίδα των άλλων, στο συναισθηματικό κλίμα. Υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνική προσδοκία ότι πρέπει να «κρατήσουμε» την οικογένεια, ότι η επιτυχία των γιορτών είναι δική μας υπόθεση.
Απέναντι σε αυτό, υπάρχει μια σκέψη σχεδόν απενοχοποιητική: οι γιορτές δεν χρειάζονται τελειότητα, χρειάζονται παρουσία. Δεν χρειάζονται στολισμούς που μοιάζουν βγαλμένοι από περιοδικά, αλλά ένα σπίτι που ανασαίνει. Δεν χρειαζόμαστε εντυπωσιακά τραπέζια, αλλά ανθρώπους που έχουν ενέργεια να καθίσουν γύρω από αυτά. Δεν χρειάζονταιγυναίκες που εξαντλούνται για να διατηρήσουν μια εικόνα, χρειάζονται γυναίκες που χωρούν κι εκείνες σε όσα δημιουργούν.
Το να μην μαγειρέψεις ένα βράδυ δεν είναι αποτυχία. Το να πάρεις κάτι απ’ έξω γιατί δεν προλαβαίνεις δεν είναι ένδειξη ότι «δεν τα έκανες όπως θα έπρεπε».
Η φροντίδα δεν μετριέται με κουρασμένα χέρια και εξαντλημένα χαμόγελα. Έχει πολλές μορφές – και όλες είναι έγκυρες: η απλότητα, η ξεκούραση, το μοίρασμα, η χαρά χωρίς άγχος, η μαγειρική όταν τη χαιρόμαστε και όχι όταν την υπηρετούμε. Η δυνατότητα να πούμε «σήμερα δεν μπορώ». Η ελευθερία να γιορτάσουμε κι εμείς.
Στο τέλος της ημέρας, οι γιορτές δεν κρίνονται από το πόσο τέλεια ήταν όλα, αλλά από το πόσο χωρέσαμε μέσα τους. Κι αν φέτος δεν ήταν όλα άψογα, ίσως είναι μια καλή στιγμή να αναρωτηθούμε: μήπως ο πήχης που κουβαλούμε δεν είναι δικός μας; Μήπως οι γιορτές δεν είναι για να αποδείξουμε κάτι, αλλά για να ζήσουμε κάτι;
Και μήπως, τελικά, το πιο αληθινό «κάτι για μένα» αυτές τις μέρες είναι η άδεια να είμαστε απλώς… εμείς;