Ένας νέος άνθρωπος, μόλις 36 ετών, έφυγε από τη ζωή σήμερα στη Μυτιλήνη. Ήταν ένας ακόμη μοναχικός άνθρωπος της πόλης που χάθηκε την τελευταία χρονιά. Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είχε ενσωματωθεί στην κοινωνική ζωή, αν υπήρχε ένα στοιχειωδώς σοβαρό σύστημα κοινωνικής μέριμνας.
Ας αναλογιστούμε την περίπτωση του Παναγιώτη, που ήταν επί χρόνια αλκοολικός και έμεινε άστεγος πριν από μερικούς μήνες. Ας θυμηθούμε το Χρυσομάλλη. Ας σκεφτούμε τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού άστεγους της Μυτιλήνης, για τους οποίους εδώ και χρόνια δεν υπάρχει καμία μέριμνα. Ας αναλογιστούμε τους ηλικιωμένους που ζουν στην πόλη και τα χωριά και δεν έχουν κάποιον συγγενή να τους φροντίσει. Άνθρωποι που φεύγουν από την ζωή πρόωρα έχοντας περάσει πολλά χρόνια της ζωής τους κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Ο επιστημονικός υπεύθυνος του Σωματείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης «HELP, Βοήθεια για το παιδί και τον έφηβο», Πάνος Τσουκαρέλλης, σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα έγραψε: «Όταν κόβεις τον κοινωνικό ιστό, όταν στερείς από τους ανθρώπους το δικαίωμα να ακουμπήσουν κάπου, τότε τους οδηγείς στην πιο σκοτεινή έξοδο».
Όλη η ανάρτηση του Πάνου Τσουκαρέλλη έχει ως εξής: «Δεν είναι μια ακόμη «τραγωδία». Δεν είναι «ένα μεμονωμένο περιστατικό». Είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που έχει μάθει να κλείνει τα μάτια και να θάβει τις ευθύνες της μαζί με τα παιδιά της.
Ένας νέος άνθρωπος "έφυγε" Ένας άνθρωπος που έφτασε σε αδιέξοδο. Που δεν διάλεξε τη μοναξιά. Του επιβλήθηκε. Γιατί η μοναξιά του, που δεν την επέλεξε, έγινε βουνό αβάσταχτο. Γιατί η φτώχεια του δεν βρήκε ποτέ στήριγμα από το σαθρό υπηρεσιακό κράτος της πονεμένης μεταπολίτευσης που κατασπάραξε μέρα με τη μέρα το κράτος πρόνοιας. Κι έτσι, έσβησε ακόμα ένας νέος, μόνος, εκεί όπου θα έπρεπε να είχε βρει μια αγκαλιά, μια υπηρεσία, μια δομή να τον κρατήσει όρθιο.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, το κράτος πρόνοιας ξηλώθηκε κομμάτι - κομμάτι. Οι φτωχοί άνθρωποι αφέθηκαν μόνοι. Όχι μόνο χωρίς στήριξη, αλλά χωρίς φωνή, χωρίς χώρο, χωρίς προοπτική. Όταν η φτώχεια δεν διερευνάται, όταν οι ανάγκες των αδύναμων - εν μέρη πλην σαφώς- θεωρούνται «περιθωριακές», τότε η πολιτεία και η κοινωνία σπρώχνει ανθρώπους στην απομόνωση, στην κατάθλιψη, στην αυτοχειρία.
Και δεν είναι «η ατομική ευθύνη». Το χέρι του ενεργεί υπό την πίεση του συστηματικού συγχρόνου ωχαδερφισμού, της δηθενιάς και της ψευτοφιλανθρωπίας υπό το πρίσμα του οίκτου, που χρειάζεται πονεμένες ψυχές για να αποενοχοποιείται και να νιώθει η elite της κοινωνικής προσφοράς. Το χέρι του το κινεί η δύναμη που περιόρισε τις ευκαιρίες, που έσπρωξε τα παιδιά των φτωχών στη σιωπή. Που χρειάζεται παιδιά άριστα, αρτιμελή, βουλιαγμένα σε ψηφιακές πλατφόρμες και σε οθόνες.
Όσο για τα άλλα παιδιά που δεν μπορούν ή που δεν έχουν, είναι θέμα τύχης!! Κι αλλοίμονο στην μάνα που ζει στο ενοίκιο, είναι μονογονεϊκή και άνεργη. Και μαζί μ αυτή, αλλοίμονο και στα παιδιά της. Που θα ακουμπήσουν? Το μόνο που μένει είναι το περιθώριο, ορατά μόνο στις ελάχιστες κοινωνικές υπηρεσίες, ίσως και σε κάποια ΜΚΟ (που το μόνο που ξέρουμε είναι να βιάζουμε και να τσουβαλιάζουμε το έργο τους ως μιασμένο εκ γενετής). Όταν κόβεις τον κοινωνικό ιστό, όταν στερείς από τους ανθρώπους το δικαίωμα να ακουμπήσουν κάπου, τότε τους οδηγείς στην πιο σκοτεινή έξοδο.
Καλό ταξίδι, Νικήτα. Είναι βέβαιο πως κανείς διαλέγει τον τόπο που τον πονάει λιγότερο. Και μάλλον αυτός εδώ που ζούσες, σε πονούσε πολύ».