Εκείνος νιώθει ευτυχισμένος που βρήκε τον ήχο του, κι εμείς συνειδητοποιήσαμε ότι μεγαλώσαμε, μαζί του μεν, με τα «Μωρά στη Φωτιά» και με την επανάληψη από το «Πάρε με μαζί σου» των «Ξύλινων Σπαθιών», αλλά μεγαλώσαμε.
Ο Παύλος Παυλίδης μας εξομολογήθηκε ότι πέρασαν 23 χρόνια από την προηγούμενη συναυλία στο Κάστρο της Μυτιλήνης τότε, στο «Πανελλήνιον» το περασμένο Σάββατο. Ακόμα και οι μεγάλες σκάλες στο «Πανελλήνιον» ήταν κατειλημμένες από τον κόσμο που ήθελε να πάρει κάτι από τη νιότη του. Μας «κέρασε» μόνο τη «φωτιά στο λιμάνι» ο Παύλος. Μας στενοχώρησε, θέλαμε κι άλλα από τα παλιά του, αλλά δεν πειράζει. Καταλάβαμε ότι το νέο του στυλ, δεν ήταν και τόσο νέο, έχει προχωρήσει ο ίδιος εδώ και χρόνια, εμείς μείναμε στα παλιά.
Μας παρουσίασε λοιπόν ένα project δουλεμένο τον τελευταίο καιρό μαζί με τον Ορέστη Μπενέκα στα πλήκτρα και τις λούπες και τον Αλέκο Βουλγαράκη στην ηλεκτρική κιθάρα.
Μια άλλη προσέγγιση στα τραγούδια του Παύλου από όλη τη μουσική του πορεία και με ένα πρόγραμμα εμπλουτισμένο με αρκετά κομμάτια του καθώς η επιλογή ταίριαζε με την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου project .
Ευτυχώς που στο ράδιο «Αίολος» ακούμε συχνά τη Λευκή Καταιγίδα και άλλα υπέροχα κομμάτια του. Αυτά που δεν σε κάνουν να χοροπηδάς πάνω- κάτω σαν το Λιωμένο Παγωτό, αλλά αυτά που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι φυσά ένα απαλό αεράκι, κι ότι υπάρχει ένα κενό χώρου και χρόνου κάπου που ξεφεύγεις με τους φίλους σου. Και το Σάββατο στο «Πανελλήνιον» αυτό το «κενό» ήταν κοινό. Γιατί ξέραμε όλοι και όλες τη διαδρομή του. Έτσι όσοι ήμασταν εκεί, και ήμασταν πάρα πολλοί, δεν ήρθαμε τυχαία, ούτε αγνοούσαμε ότι πριν από λίγες μέρες έφτιαξε το υπέροχο τραγούδι για τη δολοφονία του Ζακ και της Τζάκι. Κι όταν τραγουδούσε τον «κοραλλένιο βυθό» και εμείς βρήκαμε φίλους από τα παλιά, χαλαρά εκμυστηρευτήκαμε τις πληγές μας γιατί είχαμε κοινό αυτό το κενό του χώρου και του χρόνου. Γιατί η Κυριακή έρχεται πάντα μετά το Σάββατο. Είναι μια κανονική μέρα και δύσκολη. Εκτός από τα καλοκαίρια, γιατί όπως μας έμαθε ο Παύλος, ανατινάζεται το φως «τις Κυριακές τα μεσημέρια»…