Ξενάγηση στα Λαδάδικα της Μυτιλήνης με την «Παρέα»
Περπατάμε στα σοκάκια του ιστορικού κέντρου της πόλης, τον 19ο αιώνα -Γράφει η ΠΑΡΕΑ*
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 11/5/2024

Η καλλιέργεια της ελιάς στην Λέσβο, ξεκινά από την αρχαιότητα. Ο Όμηρος την ονομάζει «ελαιόφυτο» και οι περισσότερες ελιές βρίσκονταν στα νότια του νησιού.
Την περίοδο των Gatteluzi (Γατελούζοι, 14oς αιώνας) ξεκινά μια πιο εντατική καλλιέργεια της ελιάς, η οποία συνεχίζεται και την περίοδο της Οθωμανοκρατίας.
Το 1850 ο ελαιώνας της Λέσβου καταστρέφεται από παγετό, την Μεγάλη Καμάδα, καθώς και όλη η χλωρίδα και η πανίδα του νησιού. Οι Λέσβιοι ξαναφυτεύουν τη γητους με διάφορες ποικιλίες και κυρίως την Αδραμυτίου, η οποία είναι καιπιο ανθεκτική στο κρύο.
Οι διαφορετικές ποικιλίες δίνουν ιδιαίτερη γεύση και πολλαπλά αρώματα.
Η ελιά αγαπήθηκε από τον Λέσβιο, την περιποιήθηκε, την τραγούδησε, τηνζωγράφισεκαι αυτή του στάθηκε και τον έζησε σε δύσκολες εποχές.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπαιξαν θετικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Λέσβου.
Στο νησί γίνονται επενδύσεις στον ελαιώνα, από Λέσβιους της διασποράς και όχι μόνο,δημιουργούνται εργοστάσια και επιχειρήσεις και οι εμπορικές συναλλαγέςεπεκτείνονται σε Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Μαύρη Θάλασσα, Μασσαλία, Ρωσία,Ευρώπη,Η.Π.Α.,Λατινική Αμερική.
Στη Μυτιλήνη, την πρωτεύουσα του νησιού, από τον 19ο αιώνα μέχρι και την δεκαετίατου 70, η περιοχή του λιμανιού και γύρω από αυτό,λειτούργησε ως χώρος διακίνησης του βασικού προϊόντος του νησιού που ήταν το λάδι.
Στην περιοχή υπήρχαν πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες που εξυπηρετούσαντην προώθηση, το εμπόριο και τη διακίνηση του λαδιού: Εμπορικές επιχειρήσεις, λαδομεσιτικά γραφεία, Τράπεζες, Τελωνείο,Τηλεγραφείο,Προξενεία, μέχρι το 1912, συντεχνίες αχθοφόρων και λιμενεργατών Ασφαλιστικές Εταιρείες ,Ναυτιλιακά Πρακτορεία.
Γι’ αυτό και η περιοχή λεγόταν Λαδάδικα.Μυρωδιές από λαδίλα, φωνές,βαρέλια, αραμπάδες, σκοτεινά λαδομάγαζα, μπουκαλάκια οξυμέτρησης,πλάστιγγες, τενεκέδες…
Οι έμποροι του λαδιού αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινωνική, δυναμικήομάδα.Αυτοδημιούργητοι ή γόνοι καλών οικογενειών, με ιδιαίτερη μόρφωση, πολύγλωσσοι,αλλά και απλοί άνθρωποι του εμπορίου, με οξυδέρκεια και ανοιχτό πνεύμα,κατόρθωσαν να φέρουν μία πραγματική απογείωση στην διακίνηση του προϊόντοςστο εξωτερικό κυρίως μετά τον σεισμό του 1867.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που διακινούσαν το λεσβιακό ελαιόλαδο, καθιέρωσαν άγραφους κανόνες, που προσέδωσαν τον χαρακτήρα ενός άτυπου χρηματιστηρίου, χωρίς τυπικό νομοθετικό πλαίσιο.
Οι ενδιαφερόμενοι πωλητές έστελναν το δείγμα, αναφέροντας και την διαθέσιμη ποσότητα ο ελαιομεσίτης έκανε τον έλεγχο, εκτιμούσε το άρωμα και την γεύση.Οι τιμές έβγαιναν καθημερινά , ενημερώνονταν οι παραγωγοί και ο λόγος και των δύοπλευρών είχε την ισχύ συμβολαίου.
Η μεταφορά του λαδιού γινόταν με κάρα ,σε μεταλλικά λαγήνια και βαρέλια από τους αχθοφόρους. Η πληρωμή γινόταν από τον μεσίτη και αυτός πληρωνόταν με προμήθειααπό τον αγοραστή.
Σήμερα, ο χαρακτήρας της περιοχής των Λαδάδικων έχει αλλάξει. Διάφορες συνθήκες συντέλεσαν στην σταδιακή μείωση της παραγωγής του λαδιού που όμως εξακολουθεί να είναι το βασικότερο και το πιο αγαπημένο προϊόν του νησιού.
Τώρα στα «Λαδάδικα» οι άλλοτε αποθήκες, τα λαδομάγαζα, οι παλιές Τράπεζες είναικαφετέριες, μπαράκια, παραδοσιακά καφενεία.
Τις φωνές των αχθοφόρων,των καραγωγέων, τον θόρυβο από το κύλισμα των βαρελιών,αντικατέστησαν η μουσική, οι μυρωδιές απ’ τις κουζίνες, τα γέλια, ο χορός.
Άλλα χρόνια, άλλος τρόπος ζωής. Η ιστορία όμως μένει και οι μνήμες εξακολουθούν ναυπάρχουν.