Χριστούγεννα σε πεισμωμένα αδειανά σπίτια...
Ξημερώνουν Χριστούγεννα. Ήθη, έθιμα, αναμνήσεις και συναισθήματα στα αναστημένα σπίτια της Μικρασιατικής Πέργαμος
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Δημοσίευση 23/12/2023
Οι καιροί αλλάζουν. Αλλάζουν;
Περπατάς στα σοκάκια. Μετράς μέρες, μήνες, χρόνια, Σεπτέμβρης τού 1922, χρόνια, μήνες και πόσες μέρες από τότες που κλειδώθηκαν οι πόρτες;
Πρόλαβε και την κλείδωσε άραγες ετούτη; Την άφησε ανοιχτή;
Μπήκες μέσα. Μέρες γιορτάρες λέει. Ποιος το λέει;
Ρημαγμένα σπίτια, ρημαγμένο σπίτι. Η πόρτα έτριξε. Την έκλεισες με το ίδιο παλιό βαρύ σκουριασμένο μάνταλο, κλείνοντας ο μεταλλικός δικέφαλος αητός στο ρόπτρο της πόρτας. «του αητέλ’» σα να σου ‘κλεισε το μάτι, «μα είναι δυνατόν;» άκουσες να λες…
Κι ύστερα. Περιτριγυρισμένος από παρουσίες αόρατες!
Οι ήχοι στο ξύλινο πάτωμα γνώριμοι κι η γλώσσα θαρρείς και ρουφιέται από τα ντουβάρια… Θαρρείς και τους έλειψε ο ήχος της γλώσσας, το γέλιο, ετούτο το κελάιδισμα της ράτσας σαν επιστρέφει τα βράδια στο σπίτι με την ανάσα γεμάτη μυρωδιές από ρακί και τα πνεμόνια γιομάτα καπνό από τσιγάρα. Ετούτη τη γεύση, ετούτες τις μυρωδιές, ετούτη την άποψη για τη ζωή που τη ζεις σαν να ‘ναι η τελευταία σου μέρα.
Λες να γείρεις στα σάπια σανίδια στο πάτωμα, το ταβάνι λες και χαμήλωσε και σου πλακώνει το στήθος, στους ντοσιμέδες απ’ όξω ακούς πατήματα και φωνές γνώριμες, «άντε άργησες», «τρέχα», «μην ξεχάσεις τα ψώνια», παιδιά που τρέχουν για το σχολειό, τις γελάδες στο δρόμο για το Σιγίρ Αλάνι, ο Μουράτ ο γαλατάς, η κυρα - Ρήνη που μαλώνει με την κόρη της, καλημέρες και καληνύχτες ανείπωτες…
Χριστούγεννα έρχονται... Ο Χασάν ο αραμπατζής ξεφορτώνει στο κατώγι τα πρεπούμενα. Μήλα, μανταρίνια, πορτοκάλια, ζεμπίλια με σταφίδες ξανθές και μαύρες και φουντούκια και καρύδια και μύγδαλα, και κουκουνάρια. «Και χαλβά πατέρα χαλβά...». Μπόλικο περγαμηνό χαλβά... «Τι να τον κάνεις το χαλβά βρε διάσκατζε; Τόσα γλυκά θα ‘χει στο σπίτι».
Η γειτονιά ολάκερη στο πόδι. Ασβεστώνουν κι ετοιμάζουν γλυκά. Φοινίκια, πλατσέντα, τσιμπίσια, δίπλες.
Το κατώι γεμάτο και με κουτούκια. Πολλά κουτούκια για το τζάκι, να ‘χουμε κάρβουνα για το βαρύ μεταλλικό μαγκάλι στο κέντρο του σπιτιού απάνω, να ψήνουμε κάστανα και ξερά σύκα παραγεμισμένα με σουσάμι και καρύδι και κανέλα... Το μαγκάλι με το σκέπασμα που στην κορφή έχει ένα «πλέλ’» μπρούτζινο.
Τα χοιρινά τσιρίζουν. Θαρρείς κι υποψιάζονται το τέλος που έρχεται. Οι κότες κι οι πετεινοί κι ο διάνος για το καλό τραπέζι υπομονετικά θαρρείς στο δρόμο για το τζουλούσι. Τη σφαγή...
Πέργαμος, παντού. Κουνάς το κεφάλι πέρα δώθε… Αλήθεια να ‘ναι; Κοιμάσαι;
Όνειρο λες, μα πάλι, ετούτα όλα πώς μπορεί να ‘ναι όνειρο; Σαν όνειρο… Σαν όνειρο! Στα σοκάκια με τα μαβιά σπίτια της Πέργαμος.
Σπίτια με βαριές σκάλες, πέτρες παντού να φυτρώνουν σα να σκίσαν τις σάρκες για να δουν το φως. πέτρα η ζωή λες, σαν τα σκαλοπάτια που τα κατέβηκε ο κύρης εκείνο το ματωμένο Σεπτέμβρη, κυνηγημένος πρόσφυγας στο δρόμο για άλλη πατρίδα. Και το σπίτι στην Πολιτεία απόμεινε μονάχο. Να περιμένει μοναχό του τον γυρισμό.
Περίμενε; Ναι, περίμενε.
Ένας καφές στο φλιτζάνι με τα λουλούδια και μετά μια φωνή γνώριμη στην Πολιτεία «φτου ξελευτερία»…
Φωνές, του κυρ-Παναγιώτη, του θείου Γρηγόρη, της θείας Αναστασίας, της θείας Κικής, της γιαγιάς της Ερωφίλης, του παππού Στρατή, φύλακες άγγελοι όλοι της Πολιτείας που παίζουν τρίλιζα στα σκαλοπάτια των σπιτιών με τον Άγιο Αντύπα.
Ξημερώνουν Χριστούγεννα, «Χριστός Ανέστη» ψιθυρίζεις και με το νου καπνίζεις ένα σταυρό στα αναστημένα σπίτια της Πέργαμος.
«Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις».
Τι λες πάλι; Ξεχάστηκες… Κατά που τράβηξες καημένε;