Σημάδια κρίσης στην αγορά των τυροκομικών προϊόντων
Τα υπερκέρδη των ολιγοπωλίων τινάζουν στην αέρα την παραγωγική αλυσίδα
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΑΒΗΣ Δημοσίευση 20/8/2023

Συνεχή πίεση να ρίξουν τις χονδρικές τιμές της φέτας δέχονται οι Ελληνικές τυροκομικές επιχειρήσεις από εγχώριες και διεθνείς αλυσίδες λιανικού εμπορίου (σούπερ μάρκετ). Ωστόσο οι λιανέμποροι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να μειώσουν το δικό τους περιθώριο κέρδους. Οι νομοθετικές και πολιτικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει από την πλευρά της κυβέρνησης εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λιανεμπόρων καθώς τους δίνουν την δυνατότητα να κρατήσουν αμετάβλητο το περιθώριο κέρδους παρά την αύξηση της τιμής. Δηλαδή το νομικό πλαίσιο δίνει την δυνατότητα στις εγχώριες αλυσίδες των σούπερ μάρκετ να αυξήσουν το μεικτό κέρδος τους αξιοποιώντας την αύξηση της χονδρικής τιμής των τυροκομικών προϊόντων.
Η κρίση στην αγορά των τυροκομικών προϊόντων αποτυπώνεται με μεγάλη αύξηση των αδιάθετων αποθεμάτων, τα οποία πιέζουν όλο και περισσότερο τα τυροκομεία. Παράλληλα καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ως εγχώρια κατανάλωση φέτας το 2023 έχει υποχωρήσει σε ποσοστό 40%, ενώ οι εξαγωγές φέτας καταγράφουν μείωση κατά 25% σε επίπεδο όγκου. Οι Έλληνες καταναλωτές όλο και πιο συχνά αγοράζουν λευκό τυρί από αγελαδινό γάλα. Διότι τόσο η φέτα όσο και το γίδινο λευκό τυρί πωλούνται από 10 ως 15 ευρώ ανά κιλό. Όταν το λευκό τυρί από αγελαδινό γάλα πωλείται πως 6 ευρώ ανά κιλό.
Τα αυξημένα αποθέματα τυριών είναι μεγάλο πρόβλημα για τις τυροκομικές επιχειρήσεις που δεν έχουν επαρκή ίδια κεφάλαια ή έχουν μεγάλα ανοίγματα στον τραπεζικό δανεισμό. Αν συνυπολογιστεί το αυξημένο κόστος δανεισμού, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων από τις εμπορικές τράπεζες, τότε γίνεται σαφές πως η κατάσταση είναι πραγματικά δύσκολη για τις πιο μικρές και αδύναμες τυροκομικές επιχειρήσεις.
Κρίσιμος μήνας για την εξέλιξη των τιμών του αιγοπρόβειου γάλακτος θεωρείται ο Σεπτέμβριος, η εξέλιξη των πωλήσεων τυροκομικών προϊόντων αυτού του μήνα θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την τιμολογιακή πολιτική που θα ασκήσει κάθε τυροκομική επιχείρηση. Γι' αυτό κάθε εκτίμηση τούτη την στιγμή, λένε τυροκόμοι που μίλησαν στο «Ν», πως είναι άκαιρη.
Το δεύτερο στοιχείο που θα κρίνει την εξέλιξη των τιμών του αιγοπρόβειου γάλακτος είναι το κόστος των ζωοτροφών. Η ζωοτροφή είναι βασικός συντελεστής διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής του γάλακτος. Αυτή την περίοδο (20 Αυγούστου) οι τιμές των ζωοτροφών ακολουθούν πτωτική πορεία. Η αναστάτωση στην παγκόσμια αγορά των σιτηρών (λόγω των εξελίξεων στην Ουκρανία), δεν δείχνει να έχει οδηγήσει σε αύξηση των τιμών. Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς, αναφέρουν πως από τον Οκτώβριο και μετά θα αποτυπωθούν οι τάσεις στην αγορά των ζωοτροφών διότι τότε θα καταγραφεί ουσιαστική ζήτηση από τις κτηνοτροφικές μονάδες.
Την γαλακτοπαραγωγική περίοδο 2022 – 2023 οι κτηνοτρόφοι στην Λέσβο, όπως και σε πολλές περιοχές σε όλη την χώρα, πούλησαν το πρόβειο γάλα προς 1,60 ευρώ ανά κιλό. Ωστόσο από το Μάρτιο του 2023 σε ορισμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας η τιμή υποχώρησε στα 1,50 ευρώ ανά κιλό με πρωτοβουλία μεγάλων τυροκομικών επιχειρήσεων της χώρας. Στην Λέσβο οι τιμές έμειναν σταθερές, ως αποτέλεσμα των ετήσιων συμφωνίες που κάνουν οι γαλακτοπαραγωγικοί συνεταιρισμοί του νησιού με τις τυροκομικές επιχειρήσεις. Αυτή την περίοδο, που ζήτηση και η προσφορά γάλακτος είναι πολύ περιορισμένες, ορισμένες τυροκομικές μονάδες πιέζουν για μείωση των τιμών. Κατά την πληροφορίες στην Λέσβο γίνεται προσπάθεια να μειωθεί η τιμή του πρόβειου γάλακτος στα 1,40 ευρώ ανά κιλό.
Αποδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας
Τα όσα αναφέρουμε πιο πάνω δείχνουν πως η αλυσίδα παραγωγής γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων εμφανίζει έντονα σημάδια αποδιοργάνωσης. Όσοι παράγοντες της αγοράς έχουν το πλεονέκτημα να λειτουργούν ως μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο πιέζουν τους άλλους κρίκους της αλυσίδας μέχρι την τελική εξόντωση τους. Δείχνουν να μην κατανοούν πως τα συγκυριακά υπερκέρδη θα προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στον κλάδο και στρέψουν τους καταναλωτές σε άλλες επιλογές που δύσκολα θα αντιστραφούν τα επόμενα χρόνια.
Επιπρόσθετα όλος ο κλάδος βρίσκεται αντιμέτωπος με το μείζον πρόβλημα της Ελληνικής Οικονομίας που είναι οι χαμηλοί μισθοί και τα ημερομίσθια. Δηλαδή η διαρκής συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.