ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ο 18χρονος Ταξιάρχης ψάχνει για δουλειά… Αλλά είναι Ρομά
Παντρεύτηκε στα 12, άφησε το σχολείο, έγινε «παρκαδόρος» για 2-3 ευρώ τη μέρα και ζει χωρίς ρεύμα και νερό στον καταυλισμό της Παγανής- Γιατί αφέθηκαν έτσι οι Ρομά στη Μυτιλήνη;
Γράφει η ΑΝΘΗ ΠΑΖΙΑΝΟΥ Δημοσίευση 21/2/2023
Άλλοι τους λεν Ρομά, άλλοι Τσιγγάνους. Ετσι αυτοπροσδιορίζονται και οι ίδιοι πολλές φορές. Ρομά, Ρομ ή Τσιγγάνοι. Άλλοι τους αποκαλούν γύφτους, όπως και εκείνους που θέλουν να προσβάλλουν. Ότι κάνουν σαν «γύφτοι».
Συνηθίσαμε στη Λέσβο μεγάλους τίτλους σε πρωτοσέλιδα να τους παρομοιάζουν με μαφιόζους που έχουν «καταλάβει» το πάρκινγκ του Εμπορικού Λιμένα Μυτιλήνης και αισθανθήκαμε πίεση όταν μας βρήκαν μία θέση στον ίδιο χώρο, περιμένοντας ως αντάλλαγμα κάποια κέρματα. Δεν γνωρίζουμε όμως ούτε πώς ζουν, ούτε τι σκέφτονται. Και το κυριότερο η παρούσα Δημοτική Αρχή Μυτιλήνης, αδιαφορεί παντελώς για την κοινότητά τους.
Πρόκειται για μία από τις πιο περιθωριοποιημένες και φτωχές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, οι Ρομά υπολογίζεται ότι αριθμούν στην Ελλάδα από 150.000 έως 200.000 άτομα και στη Λέσβο περίπου…200, εκ των οποίων οι 150 ζουν στον Δήμο Μυτιλήνης.
Οι Ρομά υφίστανται ποικίλες κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες, όπως φτώχεια, προκαταλήψεις, ρατσισμό και κυρίως περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και κυριότερα στην εργασία.
Μιλήσαμε με τον 18χρονο Ταξιάρχη που ζει στον καταυλισμό της Παγανής, σε αυτοσχέδια παράγκα. Πήγε για πολύ λίγα χρόνια στο σχολείο, το παράτησε στα 12 ή 13 για να παντρευτεί μία μικρότερή του και ζουν μαζί, μαγειρεύοντας σε φωτιά που ανάβουν κάθε μέρα, με πράγματα που αγοράζουν χάρη στα 2 ή 3 ευρώ που βγάζει την ημέρα ως παρκαδόρος στο εμπορικό λιμάνι. Οι μισοί του δίνουν κάποια χρήματα ή άλλοι μισοί όχι. Στη συνέχεια, πηγαίνει στην Προκυμαία ζητώντας χρήματα από περαστικούς και καθήμενους. Θέλει να δουλέψει, αλλά δεν τον παίρνουν σε καμία δουλειά, επειδή είναι Ρομά.
Τι μας είπε:
«Μένουμε όλοι στην Παγανή. Ρεύμα και νερό δεν έχουμε. Για δουλειά δεν μας παίρνουν, λένε ότι «εσείς κλέβετε», «δεν δουλεύετε».
Μεγάλωσα στη Μυτιλήνη, πήγα στο 10ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης, αλλά το άφησα στα 12,13 όταν παντρεύτηκα. Ακόμα δεν έχουμε παιδιά.
Ζούμε έτσι, εδώ, στο πάρκινγκ, ζητάμε λεφτά, εδώ στην προκυμαία. Θα ήθελα να δουλέψω στις ελιές.
Ο κόσμος φταίει που δεν παίρνουμε δουλειά. Για μας ο Δήμος δεν βάζει τίποτα για μας, ούτε λυόμενα. Δεν ενδιαφέρεται για εμάς.
Ρομά σημαίνει ότι είμαστε Ελληνες. Και τσιγγάνοι που είμαστε, είμαστε Ελληνες.
Εδώ στο πάρκινγκ, ναι κλέβουν οι μισοί από εμάς. Κλέβουν για τα μωρά τους, να ζήσουν.
Θέλω μόνο δουλειά, να βγάλω ένα μεροκάματο.»
Στην Ελλάδα, υπάρχουν πολλοί πληθυσμοί Ρομά που κατοικούν σε ανεπίσημους καταυλισμούς ή καταυλισμούς που στερούνται βασικών ανέσεων όπως ηλεκτρικό ρεύμα και νερό και κινδυνεύουν διαρκώς να εκδιωχθούν και να μετεγκατασταθούν παρά τη θέλησή τους.
Από τις αρχές του 2000, αρκετοί αιρετοί της αυτοδιοίκησης έκαναν προσπάθειες για να εντάξουν τους Ρομά στην τοπική κοινωνία της Λέσβου, με αποκορύφωμα την εγκατάσταση κοντέινερ στους καταυλισμούς που παρείχαν τουαλέτες, ρεύμα, νερό και κουζίνα. Μιλήσαμε με ανθρώπους που ασχολούνται εδώ και 20 χρόνια με τους Ρομά στη Λέσβο και βλέπουν ότι από το 2019, την πανδημία και μετά, η κατάσταση πάει από το κακό στο χειρότερο. Στην Καλλονή, όπου ζουν Ρομά είναι σε σπίτια. Επίσης ο Δήμος Δυτικής Λέσβου έχει προκηρύξει πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου για 10 οικογένειες με τον διαγωνισμό να μη βρίσκει ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες.
Στον Δήμο Μυτιλήνης η όποια προσπάθεια φαίνεται να εγκαταλείφθηκε από τη Δημοτική Αρχή Κύτελη. Κι ενώ υπήρχαν όλες οι βάσεις επί θητείας αείμνηστου Γαληνού να τρέξουν προγράμματα ένταξης, επιδότησης ενοικίου, ενώ μπήκαν τουλάχιστον 50 παιδιά Ρομά στην υποχρεωτική εκπαίδευση, και στο Εθνικό Σχέδιο Εμβολιασμού όλα αφέθηκαν στην τύχη τους και στις προκαταλήψεις.
«Είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίσεις τους Ρομά και ειδικά τα παιδιά, αφού ενταχθούν στην εκπαίδευση, πρέπει να υπάρχει συνεχής στήριξη για να μην εγκαταλείψουν τα σχολεία. Καθώς δεν μπορούν να βοηθηθούν από το οικογενειακό τους περιβάλλον, αποκαρδιώνονται και εγκαταλείπουν το σχολείο» μας έλεγαν στελέχη που έχουν ασχοληθεί με το θέμα.
Παλιότερα, στα λυόμενα, αρκετοί έκαναν εμπόριο φρούτων και αλληλοστηρίζονταν μεταξύ τους, άλλοι στηρίζονταν στην ανακύκλωση αλουμινίου. Με την κρίση να μεγαλώνει και να μη βιοπορίζονται, κάποιοι έφυγαν, άλλοι περιθωριοποιήθηκαν και άλλοι ακολούθησαν παραβατικές οδούς. «Δεν έχουν εμπειρία στη νόμιμη εργασία, δεν έχουν κάποιο εκπρόσωπό τους να διεκδικεί και ζουν σε παράγκες»…