Για ένα άρωμα φρεσκάδας;
Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΛΑΓΟΥΤΑΤΖΗ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 29/7/2019

Κάπου χάθηκα, ναι σου λέω αλήθεια. Χάθηκα. Το κατάλαβα όταν ξεσκόνιζα πάνω στα καθαρά δίχως ίχνος σκόνης έπιπλα, όταν έτριβα με την παλιά την οδοντόβουρτσα τους αρμούς του μπάνιου με μανία, όταν έριχνα άζαξ στα τζάμια που ήδη γυάλιζαν.
Ωπα λέω στοπ, κάτι δεν πάει καλά… Γυρίζω και με βλέπω στον καθρέφτη μαλλί κάσκα κομμωτηρίου, νύχι μπάρμπι ημιμόνιμο, όλα πακεταρισμένα σεταρισμένα, κάτι όμως εξακολουθούσε να συμβαίνει.
Κοιτάζω βαθιά στα μάτια μου και τότε το κατάλαβα, δεν είχαν πια φως!
Πάει το φως.
Ε καλά που πήγε το φως δηλαδή; Μια σκοτεινιά βάραινε το λαμπερό καστανό τους, μια συννεφιά που μαρτυρούσε ότι κάπου έβρεχε. Δεν ήμουν εγώ, καιρό τώρα δεν ήμουν εγώ, είχα γίνει μια άψογη άψυχη κούκλα, αυτή που βλέπεις στις αμερικάνικες σαπουνόπερες την ηλίθια που χαμογελά και μαγειρεύει αλλά χωρίς τα τακούνια. Είχα εθιστεί, ναι αλήθεια στο λέω είχα εθιστεί επικίνδυνα στα αρώματα της χλωρίνης, στη λάμψη του βερνικιού σε ότι καθαριστικό κυκλοφορούσε...
Και μιας και ο κόσμος έξω χόρευε σάμπα με την ανασφάλεια εγώ έφτιαξα το απόλυτα σταθερό δικό μου μέσα στο σπίτι μου, που το να πέσουν ψίχουλα κάτω απ’ το τραπέζι έριχνε Βασιλιάδες σε δυσμένεια και μαρτύρια αδιάκοπης γκρίνιας.
Χθες όμως το απόγευμα όταν ένιωσα όλη αυτή η επίπλαστη τελειότητα να με πνίγει και πήγα στη θάλασσα τα ‘χασα. «Όσο εσύ καθαρίζεις και στέλνεις φατσούλες στο fb (άλλος καημός αυτός, ένα ένα θα τα λέμε) η ζωή τρέχει…». Αυτά μου είπε ο εαυτός μου και δε σταμάτησε, «Όσο κυνηγάς τη τελειότητα τα παιδιά σου μεγαλώνουν, μεγαλώνουν και δε σε χρειάζονται φευγουν, καθε μέρα, φεύγουν και ένα ωραίο πρωί θα τους κουνήσεις το ξεσκονόπανο εν είδει χαιρετισμού και αυτά θα σαλπάρουν για άλλα λιμάνια μακριά εκεί που θα είσαι παρείσακτη και ενοχλητική. Εεεε αρκετή γκρίνια θα ‘χουν να θυμούνται από σένα νισάφι».
Δεν ξέρω τί χαρμάνι τεχνητών μυρωδιών παρείσφρησε στον εγκέφαλο μου και μου προκάλεσαν αυτή την διαύγεια αλλά ξύπνησα απότομα. Το βράδυ όταν στο σπίτι επέστρεψε και ο έτερος Καππαδόκης κουρασμένος απ' τη δουλεια δεν τσίριξα να βγάλει τα παπούτσια αμέσως, του χάρισα μερικά λεπτά, δε γίνονται αμέσως τα θαύματα σιγά σιγά... Τους φώναξα όλους και καθίσαμε και χαλαρώσαμε στο μπαλκόνι, μιλήσαμε, γελάσαμε, τα παιδιά εκθείαζαν το μεγάλο ταλέντο του Sinboy και εγώ ήμουν παρούσα, σε έναν κόσμο ζωντανό, ατελή, συνεχώς μεταβαλλόμενο, ήμουν παρούσα.
Τί νόημα έχει η δική μου η τελειότητα όταν όλα κρατούν τόσο λίγο και κάποια στιγμή τελειώνουν;
Να είσαι παρών στις στιγμές, οι αγαπημένοι θα φύγουν, όλοι φεύγουν κάποια στιγμή, φρόντισε να θυμούνται κάτι παραπάνω από σένα πέραν από ένα άρωμα φρεσκάδας απορρυπαντικού και ένα ψυχρό σπίτι.