Ο θεολόγος – παιδαγωγός της ελπίδας Ιωάννης Καλδέλλης· ισοκράτης του Κίρκεγκωρ και του Ντοστογιέφσκι
Το πρωινό τηλεφώνημα από τον αγαπητό Στρατή Μπαλάσκα δεν ήταν ευχάριστο
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Δημοσίευση 11/7/2019
«Κύμα στο μνήμα / κοντά στον ασφόδελο / καρδερίνα τι κλαίεις;»
Ιερομονάχου Συμεών, Συμεών Μνήμα, Άγρα, Αθήνα 1994.
Το πρωινό τηλεφώνημα από τον αγαπητό Στρατή Μπαλάσκα δεν ήταν ευχάριστο. Μηνούσε το θλιβερό μαντάτο θανάτου του κυρ Γιάννη Καλδέλλη, στα 86 χρόνια του. Η πρώτη μου σκέψη: ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του. Όσο, όμως, περνούσε η μέρα, η σκέψη μου γι’ αυτόν τον τόσο αξιόλογο θεολόγο – παιδαγωγό και ΔΑΣΚΑΛΟ κινούνταν γύρω από την προσφορά του τόσο στα θεολογικά όσο και στα εκπαιδευτικά πράγματα του μικρού τόπου μας, της Μυτιλήνης και της Λέσβου εν γένει.
Γνώριζα προσωπικά τον κυρ Γιάννη, περίπου μια εικοσαετία, από τότε που μόνιμα εγκαταστάθηκα εδώ στη Μυτιλήνη. Δυό – τρία στιγμιότυπα αυτής της γνωριμίας αξίζει να τα αναφέρω, έχουν την αξία τους, νομίζω. Είναι η πρώτη οφειλή μου στη μνημόνευσή του, εκεί στην αγκαλιά του Θεού που, από σήμερα, αιώνια πια θα αναπαύεται και θα μεθά από την αγάπη Του, στην αγκαλιά του Σωτήρος της «κτίσεως, της αισθητής και νοουμένης».
Ευτύχησα να έχω τα δύο εγγόνια του μαθητές μου, τον Γιαννάκο και τη Μαριώ, χαρισματικά παιδιά, με ήθος – τώρα σπουδάζουν τις επιστήμες που αγαπούσαν. Συχνά τους έλεγα να είναι υπερήφανα για τον παππού τους και, μάλιστα, επίμονα πολλές φορές τα παρότρυνα να διαβάσουν ένα από τα βιβλία που έγραψε ο κυρ Γιάννης, εκείνο το βιβλίο, που για τα δεδομένα της παιδαγωγικής επιστήμης αποτελεί ένα άριστο βιβλιογραφικό δεδομένο, για το πώς το σχολείο οφείλει να μην είναι φως που τυφλώνει – ο πλήρης τίτλος: Σχολείο: Φως που τυφλώνει; - εκδόθηκε στην Αθήνα στα 1991, εξαντλημένο σήμερα, αλλά δυστυχώς άγνωστο σε πολλούς ντόπιους και μη ντόπιους δασκάλους και καθηγητές. Ευτύχησα, επίσης, να κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου και τρια βιβλία του. Το ένα ήδη το ανέφερα. Τα άλλα δύο, που εξ ολοκλήρου ανήκουν στη θεολογική επιστήμη, τολμώ να πω ότι για την εποχή που γράφτηκαν, καίρια την εμπλούτισαν. Κι εξηγούμε τι εννοώ: για έναν θεολόγο καθηγητή, που ζούσε σε μια περιφερειακή πόλη, τη Μυτιλήνη, και δίδασκε το μάθημα των Θρησκευτικών, ήταν παράτολμο κι επικίνδυνο θα ‘λεγα - αφού τότε για τα καλά στην εκκλησιαστική ζωή κυριαρχούσαν οι παραθρησκευτικές οργανώσεις - να γράφει για έναν από τους σπουδαιότερους ήρωες της Θεολογίας του τέλους του 2ου και του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα, τον Ωριγένη.
Όπως, επίσης, ήταν πρωτοποριακό ένας θεολόγος καθηγητής να συγγράφει ένα βιβλίο για την αγωνία και τον φόβο, σύμφωνα με την ορθόδοξη σκέψη και να διδάσκει ταυτόχρονα στις σχολικές τάξεις γι’ αυτά τα δύο, χρησιμοποιώντας κείμενα όχι μόνον της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και των Καζαντζάκη, Καρμίρη, Μακράκη, Μπερδιάγιεφ, Ντοστογιέφσκι, Κίρκεγκωρ, Καμύ, Ράσσελ, Σαρτρ, Φρομ, Κλεμάν. Ευτύχησα, τέλος, να τον συναντώ συχνά, στην είσοδο των Κεντρικών Λυκείων, όπου υπηρέτησε και ως καθηγητής και ως διευθυντής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μειλίχιο βλέμμα του και την επωδό - ερώτησή του «πως πάει η νεότερη θεολογία;». Με την απάντησή μου, βέβαια, πάντα συγκεκριμένη: «προσπαθούμε να ακολουθήσομε τα χνάρια σας κυρ Γιάννη». Αυτό το λέγω γιατί όσους έχω συναντήσει και είχαν καθηγητή τον κυρ Γιάννη, η εικόνα που εισπράττω είναι πάντα η ίδια: «ξεχωριστός δάσκαλος, μας έμαθε να σκεφτόμαστε, συζητούσε μαζί μας». Κατά το κοινώς λεγόμενο, ως ΔΑΣΚΑΛΟΣ ο κυρ Γιάννης Καλδέλλης «άφησε εποχή», θα μείνει αλησμόνητος για το χαμόγελο και το πρωτοποριακό διδακτικό του έργο.
Κλείνω ετούτη τη μνημόνευση του κυρ Γιάννη με την εξής επισήμανση: ξεκάθαρα φαίνεται πως το πέρασμά του από τις σχολικές τάξεις, ωφέλησε τη θρησκευτική εκπαίδευση. Θεωρούσε ότι αυτή όφειλε να διέπεται από θεμελιώδεις παραμέτρους, όπως η οικουμενικότητα του Ευαγγελίου, η ιστορικότητα και η καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου, η φιλανθρωπία, η αγάπη, η ελευθερία και η ελπίδα που πλουσιοπάροχα προσφέρει η χριστιανική πίστη, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της εσωστρέφειας και διατηρώντας ζωντανή, δυναμική και ενσαρκούμενη τη μαρτυρία της Εκκλησίας προς κάθε άνθρωπο, που άλλη δεν είναι από την εν Χριστώ αγάπη, (Α΄ Κορ. 13, 8-9).