Αιώνια μνημοσύνη
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Δημοσίευση 17/11/2021
Τούτες τις μέρες θυμήθηκα το μυτιληνιό δίστιχο «Εμείς σαν θα πεθάνουμε, ως και τα κόκαλά μας / χρυσά πουλιά θα γίνουνε, να λένε τ’ όνομά μας». Αναφέρεται, κυρίως στους πνευματικούς δημιουργούς και το έργο τους, αλλά ταιριάζει στον καθένα που προσφέρει, συμβάλλει στην καλυτέρεψη της ζωής, αγωνίζεται για το αύριο και μερικές φορές δίνει τη ζωή του.
Ήρθε στο νου μου με την αμαύρωση της προτομής του Μιχάλη Μυρογιάννη, του Μυτιληνιού παλικαριού που σκοτώθηκε – δολοφονήθηκε στα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, από τον Ντερτιλή. Κάποιους ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου κι οι νεκροί του τους ενοχλούν, ακόμα και σήμερα 48 χρόνια μετά. Δεν αρκούνται στην απόρριψη, στη διαστρέβλωση και απαξίωση. Συνεχίζουν και με την προσβολή, τι άλλο είναι, της προτομής του νεκρού. Μες το μαύρο σκοτάδι, αντανάκλαση του εαυτού τους, μαύρισαν το πρόσωπο του Μυρογιάννη• το μάρμαρο που τον εικονίζει.
Τι να σκέφτονταν άραγες, όταν προέβαιναν σ’ αυτή την πράξη; Ευτέλιζαν το συγκεκριμένο πρόσωπο, όλους τους συμμετέχοντες στον αντιδικτατορικό αγώνα, τον ίδιο τον αγώνα, την ιδέα, τη δημοκρατία, την ελευθερία; Γιατί άραγες δεν διατύπωσαν τη διαφωνία, την άποψη, την αντίδρασή τους με δυο λόγια σ’ ένα χαρτί ή στο διαδίκτυο. Να πούνε τους λόγους που σκέφτονται αλλιώς, την αποτροπή τους από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τους συντελεστές του. Ας μας έλεγαν, βρε αδερφέ, το τετριμμένο ότι φταίει το Πολυτεχνείο κι οι εξεγερμένοι για πολλά κακά. Να αναμασήσουν το ανάθεμα σε όσους βολεύτηκαν στα κατοπινά χρόνια, έπιασαν θέσεις, έγιναν πολιτικοί, γραμματείς, ως και υπουργοί. Να χλευάσουν στον καφενέ ή στο μπαρ, φωναχτά ή στην παρέα των ομοίων τους. Να πούνε και το πολιτικό, αλλά και το ανθρώπινο στίγμα τους, αν έχουν.
Εκτός από το «φταίνε οι πολιτικοί», «φταίει η δημοκρατία» και ξέρουν βέβαια τι μας χρειάζεται• από ανθρώπους και ιδεολογίες.Έχουμε δρόμο μέχρι να βρούμε το φως. Όπως σε κάθε περίοδο της ανθρωπότητας, έτσι και τώρα, η πορεία είναι μεγάλη και επίπονη. Μονό να, όλοι αυτοί δεν υπολογίζουν τη φλόγα του νέου ανθρώπου. Αυτού που κάθε φορά θα μας προσπερνά με τη φρεσκάδα του νου και την αλκή της ψυχής του. Θα προσπερνά αυτούς που περιγράφει, όταν γράφει, ο Μανώλης Αναγνωστάκης: «Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν/ πάρει χαμπάρι/ και μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου/ βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας/ ’’δώστε τη χούντα στο λαό’’». Ελπίδα μας οι παιδικές φωνούλες, που κάθε Νοέμβρη, θα ζητάνε «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».