× Στο Νησί
SOCIAL MEDIA

«Γιανγκίν μουρά, γιανγκίν...»

Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΙΩΤΑΣ

Δημοσίευση 9/8/2021

«Γιανγκίν μουρά, γιανγκίν...»
Οι τουλουμτζήςδες (πυροσβέστες του παρελθόντος) στη Λέσβο. Φωτογραφία Σίμου Χουτζαίου
' χρόνος ανάγνωσης

Μόνος του ζούσε ο μπαρμπα Νικόλας. Μόνος του στην άκρη του χωριού. Ένα διόροφο πέτρινο σπίτι, στέγαζε τη μοναξιά του και τις αναμνήσεις του. Ένα σπίτι από αυτά τα παλιά που χτίζανε μαστόροι φερμένοι από καρσί. Με μεγάλες γωνιές σαμουρσακίτικες, κόκκινες, επιδέξια σμιλεμένες από χέρια ροζιασμένα από το καλέμι και το ματρακά.

Δεν είχε τα παιδιά κοντά του. Είχαν πάρει κι αυτά το δρόμο του ξενιτεμού, όπως συνήθιζαν οι νέοι αυτήν την εποχή. Βέλγιο, Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία… όπου κι αν πήγαινες τότε, Ελληνικά θάκουγες… Έλληνες θάβρισκες. Σε δύσκολες εποχές, τότε. Μεταπολεμικές. Που ο κόσμος προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές που του άνοιξαν οι πόλεμοι, με τη δουλειά σε ξένους τόπους. Σε τόπους με άλλη γλώσσα, με διαφορετικούς ανθρώπους, με αλλιώτικες συνήθειες. Αλλά παντού Ελλάδα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


Μόνος του λοιπόν ζούσε ο μπαρμπα Νικόλας, στο μεγάλο αυτό σπίτι στην άκρη του χωριού. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, με τη γη πάλευε. Με τη γη που τον αντάμοιβε με τα καλά της σαν ήταν κι ο θεός μαζί του κι έκανε καιρό κατά πως έπρεπε, για να γίνονται τα σπαρτά και να λαδίζουν οι ελιές.

Κι είχε το κατώι του γεμάτο με τα καλά που χρειάζεται ένας άνθρωπος μοναχός του κι ακόμα παραπάνω, αφού κάθε φορά που μάθαινε για την ανάγκη κάποιου στο χωριό, άνοιγε το κελάρι του, γέμιζε δυο μεγάλα καλάθια και τάστελνε, κρυφά. Κανείς να μην το μάθει…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η κυρά του είχε φύγει, προδομένη από την καρδιά της, όταν ακόμα ήταν μικρά τα παιδιά, κι εκείνος τα μεγάλωσε, πατέρας και μάνα μαζί. Κι είχε μάθει το πλύσιμο και το σιδέρωμα κι έβγαινε στον καφενέ πάντα καθαρός και περιποιημένος.


Έτσι κι εκείνη τη μέρα, άναψε τη φωτιά στο πυρομάχι, γέμισε το καζάνι με νερό από το πηγάδι της αυλής, το ζέστανε καλά, έβαλε τη μπουγάδα του με την αχλιά (στάχτη) που είχε στην άκρη, τα άπλωσε και βγήκε στον καφενέ να πιεί το βαρύ γλυκό του με την παρέα που τον περίμενε σταθερά εκείνη την ώρα.

Πέρασε την ώρα του, γύρισε στο σπίτι μάζεψε σε ένα πανέρι τα ρούχα που είχε απλωμένα κι έπεσε, ψόφιος από την κούραση, στο παλιό κρεββάτι που συνήθιζε να κοιμάται.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν πέρασαν πολλές ώρες. Τρεις, τέσσερις; Μια μυρουδιά έντονη τον ξύπνησε. Κάτι καίγεται…μα τί να είναι; Σηκώνεται από το παλιοκρέββατο και τί να δει…


Το πλυσταριό είχε αρπάξει φωτιά, από κάποιες σπίθες που είχαν μείνει στο πυρομάχι, άρπαξε το καρπάνι, που κρεμόταν από πάνω και σιγά σιγά, η φωτιά προχώρησε κι έκαψετη μικρή πορτούλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα με μια ξύλινη σκαλίτσα, που κι αυτή καιγόταν.

Μέχρι να το καλοσκεφτεί είχαν πάρει τα σανίδια στο ξύλινο πάτωμα. Κι αυτός στεκόταν εκεί ανήμπορος να κάνει κάτι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ξαφνιάστηκαν οι γειτόνοι. Κάτι συμβαίνει. Είδαν τον μπαρμπα Νικόλα έξω και το σπίτι τυλιγμένο στις φλόγες.

«Γιανγκίν» λέει εκείνος. Πήρε φωτιά το σπίτι. Τρέξτε γειτόνοι. Όλοι έπιασαν τους κουβάδες, άλλοι τενεκέδες…λάστιχα δεν είχε τότε, ούτε νερό στα σπίτια.
Ένας μικρότερος έφυγε για την πλατεία. Εκεί που είναι η παλιά εκκλησία με το επιβλητικό καμπαναριό και τα ρολόγια. Άρπαξε το σχοινί της καμπάνας και άρχισε να τη χτυπά με μανία. Όλο το χωριό σηκώθηκε…

«Γιανγκίν… Μουρά…Γιανγκίν…Τ Μπάρμπα Ν΄κόλα του σπίτ΄ πήρι φουτιά…. Ε Μουρά… σκουθείτι να του σβήσουμι».

Πετάχτηκαν όλοι από τα κρεββάτια τους. Μικροί και μεγάλοι. Οι πιο νέοι για να τρέξουν να συνδράμουν στο σβήσιμο της φωτιάς, άλλοι από περιέργεια κι εμείς, «τα μουρά», για να κάνουμε χάζι στο άκουσμα της λέξης και στη θέα της φωτιάς.
Όλοι έτρεχαν προς τα κει που έβλεπαν τον ουρανό να κοκκινίζει από τις φλόγες. Εκεί που ήταν το σπίτι του Μπάρμπα Νικόλα.

Μέχρι να ρθει ο κλητήρας της κοινότητας,κάποιοι που γνώριζαν τα κατατόπια, άνοιξαν την αποθήκη στο κτίριο κι έβγαλαν έξω τις δυο παλιές χειροκίνητες αντλίες. Αυτές που λέγανε πως τις είχανε για να σβήνουν τις πυρκαγιές. Δύο μεγάλες τετράγωνες σιδερένιες δεξαμενές, σαν κι αυτή που επινόησαν ο Κτησίβιος και ο Ήρωνας, αρχαίοι αυτοί, τον 3ο αιώνα π.Χ. που ήταν κατά πως λένε η πρώτη πυροσβεστική αντλία στον κόσμο.

Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Κι αν υπήρχε κάποιο, δεν υπήρχε δρόμος για να πάει στην άλλη μεριά του χωριού. Και στους αραμπάδες που είχαν στο χωριό, δεν χώραγαν… με τα χέρια έπρεπε να μεταφερθούν. Όπως κι έγινε. Ήρθαν τέσσερα παλικάρια, τις σήκωσαν και τις κουβάλησαν μέχρι τον Πέρα Μαχαλά, στο σπίτι που καιγότανε. Κι οι γείτονες κι οι χωριανοί, όλοι με κουβάδες και τενεκέδες προσπαθούσαν να γεμίσουν με νερό τις μεγάλες δεξαμενές…

Κι οι πιο δυνατοί από τους νέους του χωριού, μια πάνω και μια κάτω έδιναν στο νερό την πίεση για να μπορέσει ν ανεβεί απάνω στο διόροφο και να πολεμήσει τη πιο άτιμη συμφορά που είναι και ταυτόχρονα το πιο πολύτιμο δώρο στον άνθρωπο. Τη φωτιά.

Μα δεν καταφέρανε και πολλά. Η φωτιά είχε για τα καλά αγκαλιάσει το πέτρινο σπίτι, κατάκαιγε τα σωθικά του και τα μεγάλα σιμιντούτσια από Αγιασώτικη καστανιά, κατάξερα από το πολυκαίρι, έπεφταν με θόρυβο στο κάτω πάτωμα. Κι οι άνθρωποι απ΄έξω ανήμποροι παρακολουθούσαν τη φωτιά να τελειώνει σε ελάχιστο χρόνο, αυτό που έκαναν μαστόροι και δουλευτάδες, χρόνια να το φτιάξουν.


Ακόμα μέσα στο μυαλό μου έχω αυτήν την εικόνα. Από μακριά, φυσικά, αφού θάμουν δε θάμουν πέντε ή έξι χρονώ. Από μακριά την παρακολουθούσα τη φωτιά, σε μια στροφή του δρόμου κοντά στο σπίτι μου που έβλεπε απέναντι τον Πέρα Μαχαλά… Εκεί που έγινε το κακό.

Κι από τότε μέσα στο κεφάλι μου αυτή η εικόνα γυρνοβολά, κάθε που ακούω για φωτιά.

Και κάθε φορά αυτή η εικόνα φουντώνει στη θύμησή μου, σαν τότε, που ήμουνα μικρός κι έκανε μέρες να με πάρει ο ύπνος, αφού ετούτη η εικόνα τρύπωνε στο όνειρο και με ξυπνούσε.

Γιατί η φωτιά όσο είναι χρήσιμη κι έφερε στον κόσμο την πρόοδο και την ευημερία τόσο τρομακτική και καταστροφική είναι σαν πέσει σε χέρια άφρονα και σαν ξεφύγει ανεξέλεγκτη και πέσει στις περιουσίες και στα δάση…

Κι ακόμα θυμάμαι τον Μπάρμπα Νικόλα, μέσα στα αποκαϊδια, δυο μέρες μετά να προσπαθεί μέσα από τη λασπωμένη καρβουνόσκονη να βρει κάτι από αυτά που είχε φυλαγμένα για να του θυμίζουν τη νιότη του, την κυρά του και τα φευγάτα του παιδιά.

Αδέρφια κουράγιο. Σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι δύσκολο. Το γνωρίζουμε όλοι. Αύριο τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Κάποιοι θα πούνε πώς κερδίσαμε τη μάχη με τη φωτιά, όποτε σβήσει και με ότι αφήσει πίσω της… Όμως, αρκεί να είμαστε όλοι εδώ… Αύριο. Σα θα ψάχνουμε να βρούμε τις χαμένες μας ζωές μέσα στ’ αποκαϊδια. Σαν τον Μπάρμπα Νικόλα.
7 Αυγούστου 2021


ΥΓ. Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, στηριγμένο σε πραγματικά στοιχεία.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

«Απόδραση» σε μνημεία, μουσεία, πλατείες, πολύκεντρα…

Γράφει η ΜΑΡΙΝΑ ΠΟΛΛΑΤΟΥ
ΑΧΙΝΟΣ

Πάτησε τον αχινό 18/8/2025

Το καυστικό σχόλιο της ημέρας
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Μια Μυτιληνιά στην Κωνσταντινούπολη

Tο εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα της Αρτέμιδος ανακαλύφθηκε στο νησί της Λέσβου κατά τη δεκαετία του 1860 και μεταφέρθηκε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Φαρά

Γράφει ο ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Αυτοί έκαψαν την Αμανή...

Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ*
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Η Παναγιά η Γαλατούσσα

Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ συγγραφέας, Δρ. Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Το Αμπελικό Λέσβου μέσα στην παλάμη του Θεού

Γράφει η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΖΗΣΗ, Καθηγήτρια Ψυχολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Διημερίδα στη Μυτιλήνη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η διοργάνωση θα φιλοξενηθεί στο Αμφιθέατρο του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Καίγεται η Σιδηρούντα. Ξανά.

Γράφει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ*
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Οίνος Αρχέγονος ‑ της Λέσβου Τέχνες

Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΡΜΑΡΟΥ για τον Σύλλογο Αμπελουργών Ανεμώτιας Λέσβου «ο Κάμπος»
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Το Υπουργείο Πολιτισμού και η σεισμόπληκτη Σάμος

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΡΛΑΣ, Γιατρός, πρώην αιρετός Νομάρχης Σάμου (2003-2010).
ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ

Κτηνωδία ή Κτηνοτροφία τελικά;

Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΨΥΡΟΥΚΗΣ