Ο πρόδρομος των courier
Πίσω στα χρόνια της εποχής των παραγγελιοδόχων - Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΙΩΤΑΣ
Δημοσίευση 28/7/2021
Ήταν ο πρόδρομoς των courier. Η αρχή των ταχυδρομικών αποστολών.
Πολλά χρόνια πριν. Όταν άρχισε αυτή η ξέφρενη φυγή από την ύπαιθρο… Αυτή που άδειασε χωριά, χώρισε γονιούς από παιδιά, αδέρφια από αδέρφια…
Οικογένειες ολάκερες σε μια βραδιά, ή πιο καλά σε ένα πρωινό, με το μοναδικό δρομολόγιο που έκανε το παλιό λεωφορείο της γραμμής, που κατέβαινε στη μεγάλη πόλη…
Ένα ξύλινο κιβώτιο, ένα παλιό μπαούλο, αυτό με τις λαμαρινένιες γωνιές και τη χάρτινη επένδυση… όλα τα υπάρχοντα…ποια υπάρχοντα δηλαδή; Αν είχε η μάνα κανένα κέντημα, ή κανένα παλιό υφαντό, ή μια καρπέτα υφασμένη στην κρεβαταριά, που έβαζε ολόκληρη η γειτονιά και ύφαινε με τη σειρά…
Έφευγε η οικογένεια ολόκληρη, άλλοτε τμηματικά, πρώτα ο πατέρας αν ήταν νιός ή ο μεγάλος γιός μπορεί και η κόρη αν ήταν πρώτη…
Η επαφή με τους πίσω αναγκαία κι αναπόφευκτη. Πόσο παράξενο θα φαίνεται στα σημερινά παιδιά όλο ετούτο! Στα παιδιά των κινητών, του messenger, του Instagram, του facebook! Του Viber και του email! Μια επικοινωνία, ένα γράμμα, ένα τηλέφωνο -σπάνιο αυτό- στο τηλεφωνείο του χωριού…
Η νοσταλγία του χωριού, της πατρίδας, η γεύση του φαγιού της μάνας, η μυρουδιά από τα μπαχτσαβανικά του πατέρα, το ζεστό λάδι της μηχανής… Όλα αυτά ξεμάκραιναν, καθώς το παλιό BEDFORD αγκομαχούσε ανεβαίνοντας τον ανήφορο για το Λινόχωμα. Και καθώς χανόταν σε ένα σύννεφο σκόνης, χανόταν κι αυτή η εικόνα του χωριού.
Έφευγαν λοιπόν οι πιο νέοι για δουλειά, στις φάμπρικες της Γερμανίας και στο Βελγίου τις στοές, όπως έλεγε και το τραγούδι της εποχής, άλλοι στην Αμερική κι άλλοι στην Αυστραλία…
Οι πιο τυχεροί, έφταναν στην μεγάλη την Πρωτεύουσα, την Αθήνα, που είχε και μεγάλη ανοικοδόμηση, μετά από τον μεγάλο παγκόσμιο πόλεμο και τον αδελφοκτόνο, που την έφερε χρόνια πίσω. Κι αφού ήταν η πρωτεύουσα κι έπρεπε να φτιαχτεί, χρειαζόταν χέρια γερά και πλάτες για να γίνουν όλα αυτά τα έργα.
Το ζήσαμε αυτό όλο. Να φεύγουνε οι χωριανοί αφού οι μόνες δουλειές στο χωριό ήταν τα πρόβατα και οι ελιές. Φτώχια και μιζέρια δηλαδή.
Κι όταν φτάνανε στην Αθήνα κι έβρισκαν απάγκιο και σπίτι για να μείνουν, δουλειά για να προσποριστούν και φίλους για να ζήσουν, έρχονταν και πάλι σε επαφή με το χωριό κι αυτούς που μείναν πίσω. Κι αυτοί που είχαν όλα τα καλά, από προϊόντα που βγάζει η ευλογημένη γη, ξεχώριζαν το μερτικό για κείνους τους φευγάτους και τους το στελναν. Μα πώς μπορούσε να φτάσει το λάδι, το αρνί, το τυρί κι ότι άλλο μπορούσε να πάει στην Αθήνα; Υπήρχε φυσικά το Ταχυδρομείο, που μπορούσε κάποιος να στείλει ένα δέμα με κάποια πράγματα που δεν ήταν ευαίσθητα και κάνανε μέρες να φτάσουν στον προορισμό τους. Για τα άλλα, τα πιο ευαίσθητα και τα πιο μεγάλα, ο τρόπος ήταν ο courier της εποχής, ο ιδιωτικός ταχυδρόμος, όπως λεγόταν, ή παραγγελιοδόχος. Ένας άνθρωπος, που αναλάμβανε, έναντι αμοιβής τη μεταφορά στην Αθήνα δεμάτων από την επαρχία.
Έζησα αυτή τη διαδικασία, σαν μια από τις πολλές δραστηριότητες, που ο πατέρας μου έκανε για να ζήσει τη φαμελιά του.
Κάθε τόσο, κάθε δεκαπέντε ημέρες ή κάθε βδομάδα ανάλογα την εποχή, ο ταχυδρόμος αναχωρούσε για την Αθήνα από το χωριό. ΄Ήταν μια δύσκολη δουλειά, καθώς δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα και μέσα ιδιωτικά για να γίνουν οι μεταφορές. Όλα γίνονταν με τα χέρια, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, στο φορτηγό, κι από κεί στο βαπόρι κουβάλημα με τα χέρια κι από κει στον Πειραιά ίδια διαδικασία.
Κάθε παραμονή λοιπόν της αναχώρησης του ταχυδρόμου, το μικρό μας μαγαζί γινόταν μια αποθήκη, αφού όλοι έφερναν το δέμα τους που θα πήγαινε στους συγγενείς στην Αθήνα. Κι έπρεπε όλα αυτά να καταγραφούν, σε δυο αντίγραφα, ένα για τον ταχυδρόμο κι ένα για να μείνει σε μας μην τυχόν και συμβεί κάτι… κι απ ότι θυμάμαι ποτέ δεν έγινε κάτι. Να χαθεί ένα δέμα ή να μην πάει στην ώρα του.
Το τί γινόταν τα Χριστούγεννα, που ήταν στο φόρτε τους οι ελιές και να οι τενεκέδες τα λάδια από τον παππού, να τα ψαθούρια κι οι κουραμπιέδες από τη γιαγιά…
Και τις παραμονές της Λαμπρής σαν έφευγαν δεκάδες τα αρνιά για την πρωτεύουσα!
Ο πρώτος ταχυδρόμος που θυμάμαι πως έφευγε από το νησί και δούλευε με τα χωριά τα δικά μας ήταν ο Νικόλαος Μαλιάκας, ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος με έντονη βρογχοκήλη μα με πολλή ενέργεια. Ερχόταν στο χωριό, στην αντίστροφη διαδρομή, όταν έφερνε δέματα από τους ξενιτεμένους της Αθήνας. Κι έβλεπες τη χαρά της μάνας σαν ερχόταν να πάρει το δέμα της! Με τί χαρά το έπαιρνε στα χέρια της κι έτρεχαν τα μάτια της…
Μετά από αυτόν ένας συμπατριώτης μας από τη Συκαμιά ο Νίκος ο Τσιλικλής ανέλαβε την περιοχή και τη συνέχεια της δουλειάς.
Μέχρι λίγο αργότερα που δόθηκαν άδειες για τις τρίκυκλες μοτοσυκλέτες και στη συνέχεια κυκλοφόρησαν τα φορτηγάκια τους ο Στρατής και ο Βασίλης Κεληγιάννης από την Κάπη, ο Τσαϊρης από τη Συκαμιά με πολύ καλλίτερες φυσικά συνθήκες και μέχρι σήμερα κάνουν αυτή τη δουλειά, ο γιός του Στρατή ο Μιχάλης Κεληγιάννης αλλά και πολλοί άλλοι. Συνεχίζοντας την παράδοση αλλά πιο εύκολα, φορτώνουν τα φορτηγά τους με πράγματα για τα παιδιά που σπουδάζουν και τα μεταφέρουν στην πόρτα τους, μέσα σε ψυγεία και καταψύξειςκόντρα στις τόσες εταιρείες ταχυμεταφορών και τις μεταφορικές εταιρείες, παραδίνοντας οι ίδιοι τα δέματα. Πρόσωπο με πρόσωπο. Διατηρώντας έτσι την επαφή με την πατρίδα κι αυτούς που μένουν πίσω.
Κι αυτά όλα δεν μπορείς να τα εκτιμήσεις αν δεν τα ζήσεις, αν δεν τα βιώσεις…