Ο γύρος του θανάτου!
Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΠΙΩΤΑΣ
Δημοσίευση 14/5/2021
Περάστε…Περάστε…
Το μεγάλο υπερθέαμα!
Οι ακροβάτες που νίκησαν το νόμο της βαρύτητας…
Περάστε κόσμε…
Μια τεράστια ξύλινη κατασκευή σαν βαρέλι, ένας αντεστραμένος κόλουρος κώνος ψηλός τέσσερα μπορεί και πέντε μέτρα, με πολλά στηρίγματα σιδερένια γύρω γύρω που κρατούν την αρένα σταθερή.
Ένα μικρό πορτάκι στο κάτω μέρος και δυο τρεις δίκυκλες μηχανές παρκαρισμένες απ’ έξω.Πολύχρωμες αφίσες με τους πρωταγωνιστές πάνω στις μηχανές τους να πετάνε μέσα στο «Γύρο του Θανάτου»…
Πολύχρωμα φώτα… Ο θόρυβος της γεννήτριας ανακατωμένος με τον εκκωφαντικό θόρυβο από τις εξατμίσεις των δίχρονων κινητήρων.
Αυτό το σκηνικό στηνόταν κάθε χρόνο στο μεγάλο πανηγύρι των Μυροφόρων, στον Ταξιάρχη μας, εκεί πίσω από το καφενείο, μια σάγια ήταν τότε το καφενείο της εκκλησίας, με τον Γκόγκο, τον καφετζή, χρόνια στο τεζιάκι από το βράδυ της Ανάστασης, μέχρι τον Αύγουστο. Μέχρις ότου έγινε το σύγχρονο κτίριο που δεν έχει καμιά σχέση με το παλιό και την αποστολή του.
Στον ίδιο αυτό χώρο, ανάμεσα στα τσάμια τα πεύκα, που από την πρώτη Σεπτέμβρη μέχρι τις 30 Ιουνίου λειτουργούσε τότε, το Γυμνάσιο του Μανταμάδου.
Εκεί λοιπόν στηνόταν κάθε δεκαπέντε της Λαμπρής ο γύρος του θανάτου. Και τρέχαμε παιδιά και μεγάλοι να δούμε αυτό το θέαμα που πράγματι έκοβε την ανάσα, από τις παράτολμες και επικίνδυνες «φιγούρες» των αθλητών-ακροβατών.
Μικρός ήμουνα…Δεν θυμάμαι και πολλά, θυμάμαι όμως που ερχόταν το φορτηγό με το βαρέλι ξεμονταρισμένο, κι ένα τροχόσπιτο στο οποίο έμεναν οι ακροβάτες, με τα αθλητικά κορμιά και τα πολύχρωμα ρούχα. Τρέχαμε τότε από πίσω από τη σκόνη που σήκωνε το αυτοκίνητο καθώς ανέβαινε τον ανήφορο στον πρίναρο, για τον Συνοικισμό, τα προσφυγικάσπιτάκια, εκεί στου Μακρυγιαννάκη, του Συνάγκη και του Χατζηδημητρίου τα εξωχικά. Τετάρτη ή Πέμπτη, πριν την Κυριακή του Πανηγυριού, γιατί έπρεπε να στηθεί όλη αυτή η κατασκευή και να δοκιμαστεί, μα ξεκίναγε και η δουλειά μιας κι ο κόσμος ερχόταν τα χρόνια κείνα αρκετές μέρες πριν τη μεγάλη μέρα της λαμπρής ανάμνησης των εγκαινίων της εκκλησιάς… Λίγες παραστάσεις επομένως ακόμα, λίγες εισπράξεις παραπάνω…
Τρέχαμε λοιπόν, η πιτσιρικαρία ξοπίσω και παρατηρούσαμε όλη τη διαδικασία, πως στήνονταν ο γύρος του θανάτου, πώς βάζανε μπρος τις μηχανές, πώς ανέβαιναν οι «θεατές» στο πάνω μέρος του βαρελιού, για να απολαύσουν το θέαμα!
Και…κλάμα!
Θέλω να πάω στο γύρο του Θανάτου.
Όχι δεν θα πας. Δεν είναι για παιδιά.
Όχι θα πάω! Θα πάρω δυο αυγά να βγάλω εισιτήριο. Και δώστου καυγάς με τη μάνα, να πάμε ή να μην πάμε. Μέχρι που αναγκαζόταν η καημένη, φοβόταν βλέπεις, μην και γίνει κανένα ατύχημα… ν αφήσει τη δουλειά και να μας πάει…
Τόση ήταν η λαχτάρα μας για το μεγαλειώδες αυτό θέαμα, για τη μυρουδιά της καμένης βενζίνης που έβγαινε από την εξάτμιση, ανακατωμένης με τη μυρουδιά της σκόνης του πεύκου, κάτω από το οποίο γινόταν αυτή η σχεδόν απόκοσμη πράξη…
Ο Γύρος του Θανάτου. Κι ο αθλητής με το φανταχτερό κοστούμι μαρσάρει τη μηχανή, κάνει δυο τρεις γύρους κάτω στο πάτωμα και σιγά σιγά αρχίζει να ανεβαίνει κυκλικά στα πλευρά του βαρελιού.
Ένας γύρος… δυό …τρεις…Η ταχύτητα μεγαλώνει, το κορμί οριζόντιο, η μηχανή κάθετη στο βαρέλι, η ανάσα κομμένη, τα χέρια κολλημένα και να σιγά σιγά, δειλά στην αρχή και το χειροκρότημα μεγαλώνει μαζί με την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας, κι οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται με τις στροφές του δίχρονου κινητήρα!
Μα δεν τέλειωσε ακόμα… Το σόου ακόμα κρατεί, η επίδειξη συνεχίζεται… η μηχανή αρχίζει την κάθοδο, έτσι όπως ανέβηκε… Κι ο αναβάτης, αφήνει τα χέρια κι η μηχανή κατεβαίνει… κατεβαίνει κι ύστερα αυτός δίνει μια κι όπως γυρνάει στον αέρα, πιάνεται από το τιμόνι κι όρθιος κινείται μαζί με τη θορυβώδικη μηχανή.
Κι εκεί που με πιασμένη την ανάσα λες πάει τέλειωσε… μια άλλη μηχανή ετοιμάζεται. Μια κοπέλα, ίδια αμαζόνα, πατάει με δύναμη τη μανιβέλα και η μηχανή ρίχνει ένα βρυχηθμό, ανήσυχη και έτοιμη να κατασπαράξει τη βαρύτητα. Καημένε Νεύτωνα! Με ποιους πήγες να τα βάλεις! Και νάτη, ξεκινάει ν ανεβαίνει όταν ο άλλος αναβάτης κατεβαίνει. Και ξαφνικά το γκάζι ανοίγει, κι αυτός ξεχύνεται δίπλα στη γυναίκα, της δίνει το χέρι, κινούνται μαζί, πετάνε μαζί, νικάνε τη βαρύτητα, ζητάνε το χειροκρότημα, το αξίζουν, πράγματι εδώ νικάνε τον θάνατο!
Το σόου τελειώνει. Οι μηχανές κατεβαίνουν στο κάτω μέρος, οι αναβάτες υποκλίνονται, το χειροκρότημα αβίαστο, θερμό, μετά τα επιφωνήματα αγωνίας και φόβου. Τέλος. Όλα πήγαν καλά.
Αυτό ήταν ένα από τα πολλά θαυμάσια που για τη Χάρη Του έφταναν στο μικρό μας το χωριό, , τότε που δεν είχε ιντερνετ και οι πληροφορίες διαδίδονταν στόμα με στόμα, τότε που δεν είχε τηλεοράσειςκαι οι εικόνες μεταδίδονταν μόνο μέσα από τα μάτια αυτών που τις έβλεπαν.
Από τότε δεν ξανάδα το Γύρο του Θανάτου, όσα μέρη της Γης κι αν έχω γυρίσει. Μόνο που έμαθα, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, πως μια οικογένεια ακόμα τούτο το φανταστικό θέαμα το διακονεί κάπου στην Ελλάδα γυρνώντας τα μεγάλα πανηγύρια και τις εκθέσεις που στήνονται στην ύπαιθρο. Οικογένεια Βερού την λένε!