Το βερνίκι
Γράφει η ΕΦΗ ΣΙΑΛΕΥΡΗ Δημοσίευση 31/1/2019
Σάββατο απογευματάκι συνήθως, εκεί γύρω στις 5. Περίμενα πώς και πώς να το πει…: «Έφη θα μου βάψεις τα παπούτσια;»
Καθόμουν στο πλατύσκαλο ωραία ωραία, άπλωνα ένα φύλλο παλιάς εφημερίδας - πόσες πολλές χρήσεις είχαν κάποτε αυτές οι έρμες οι εφημερίδες - τα έπαιρνα στο χέρι μου κι άρχιζα την ιεροτελεστία…πρώτα το αριστερό - έτσι για την αλητεία - με τη φαρδιά την βούρτσα να φύγουν οι σκόνες…φράστα φρούστα, καλά καλά γύρω γύρω, παρατηρούσα τις ατέλειες στο τακούνι ή τυχόν γρατζουνιές, σημείωνα στο μυαλό μου πού θα δώσω βάση. Μετά άνοιγα το στρογγυλό μεταλλικό κουτάκι το πορτοκαλί με την καμήλα; Ε! αυτό…τί περίεργο κλείσιμο που είχε και ουπςςςς η μυρωδιά που σου έκανε διπλάσια τα ρουθούνια. Τώρα με το άλλο το βουρτσάκι, το τριγωνικό, με το χεράκι το ξύλινο, έχωνα το παπούτσι στο χέρι μου, το σήκωνα ψηλά λες και θα αναμετριόμασταν, έπαιρνα μια γενναία βουρτσιά βερνίκι κι άρχιζα το βάψιμο. Πώς μου άρεσε να βλέπω μπροστά στα μάτια μου το θολουριασμένο δέρμα να παίρνει ζωή και να θρέφεται, πώς πρόσεχα τις λεπτομέρειες και τις πτυχές και να μην βάψω τα κορδόνια, πώς καμάρωνα μετά το δημιούργημά μου…τελευταίο το πανάκι…το έτριβα μέχρι να γυαλίσει και να απορροφήσει το περίσσιο βερνίκι.
Κι έπειτα το δεξί με τον ίδιο ζήλο. Τα κοίταγα μια στιγμή, όχι παραπάνω η ανυπόμονη, και έτρεχα και του τα έδινα… «έτοιμααα μπαμπά, βάλτα!»
Κι Εκείνος μου χαμογελούσε, έσκυβε, πατούσε στο πόδι της καρέκλας, σήκωνε πιο ψηλά τις κάλτσες του, έπαιρνε το ασημί - μαγικό στα 7χρονα μάτια μου - εργαλείο, τη «σκώστρα», τα φορούσε χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι μια δυο άγαρμπες φορές και σηκωνόταν τριζάτος και σένιος για να πάει στο άλλο μαγικό μέρος…το καφενείο, να βρει τους φίλους για τον σαββατιάτικο καφέ.
Δεν εκφραζόταν πολύ με λόγια, ούτε εγώ μαζί του. Ένιωθα αμήχανα όποτε έμενε σπίτι το Σάββατο το απόγευμα, γιατί έλειπε πολύ απ’ το σπίτι - ήταν η δουλειά του τέτοια, του άρεσε και το έξω – οπότε όλη μου την αγάπη την έβγαζα σε κείνη την «αγγαρεία», στο βάψιμο των παπουτσιών του.
Από τότε το μέσο έκφρασης έχει αλλάξει τόσες φορές, τόσες πολλές φορές, ένας έλεγχος, μια νίκη, μια σιδερωμένη μπουγάδα, μια τσάκιση αλφάδι στο λευκό πουκάμισο, μια λέξη στο σταυρόλεξο, ένα πατητό στην πλάτη…
Και τώρα πια ένα σκέπασμα, μια κρεατόσουπα, μια επίσκεψη στον γιατρό, το χέρι μου σφιχτά με το δικό του, το βλέμμα μου που τον αγκαλιάζει, μια βόλτα.
Ακόμα δε λέμε πολλά, νιώθουμε αμήχανα – λείπω πολύ απ’ το σπίτι, είναι η δουλειά μου τέτοια, είμαι και του έξω…
Αλλά κοίτα που τί παράξενο θα καταλάβω ότι είσαι πάλι καλά όταν μου ζητήσεις να σου βάψω τα παπούτσια κι εγώ σ’το ορκίζομαι θα τα κάνω γυαλί – πού θα βρω εφημερίδα δεν ξέρω…