Φτάσαμε λοιπόν και πάλι…25 Μαρτίου 2021. Εθνική εορτή και παλιγγενεσία.
200 χρόνια από τότε που ξυπόλυτοι καταφέρανε, μια χούφτα πατριώτες και ρίξανε τον τύραννο από το θρόνο του κι από το σβέρκο τους.
Ποιος όμως θα το κάνει τώρα; Δύσκολη ερώτηση… ή μάλλον πιο δύσκολη η απάντηση. Αλλά ότι και να λέμε, υπάρχει η απάντηση, υπάρχει η λύση…
Κι αν δεν υπάρχει, πιάνεις την ιστορία, της τραβάς μια και την κάνεις τσαντάκι, παίρνεις την ηρωϊκή φουστανέλα και ντύνεις το τσαντάκι, έτσι…νάχεις να κρατάς και συ λίγη από τη λάμψη και τον ηρωϊσμό του 21 κάτω απ΄το δεξί σου φραμπαλά.
Περνάνε λοιπόν τα χρόνια κι αυτό που μένει είναι να κάθεσαι και να βλέπεις να γίνονται όλα τούτα μέσα στο γενικό λοκντάουν… λέμε τώρα!
Κι αυτός ο νους να τρέχει ξέστρατος σε χρόνους παλιούς και δύσκολους μέσα σε μια άλλη παρεκτροπή της ιστορίας, της πολιτικής και της κοινωνίας. Είπαμε. Δύσκολοι καιροί μα εμάς μας βρήκαν σε καλή εποχή. Παιχνίδι, εφηβία, σχολείο, διάβασμα, όλα αυτά, που η ηλικία από δέκα μέχρι δεκαεφτά χρονών, έχει σε πρώτη προτεραιότητα…Κι έρωτες! Παιδικοί, εφηβικοί, πλατωνικοί… μα έρωτες!
Ζούσαμε λοιπόν την εποχή μας αυτή, μέσα σε ένα χωριό με έντονη την αίσθηση της Δημοκρατίας… Ζούσαμε την εποχή μας, από τη μια σαν παιδιά κι από την άλλη σαν… μεγάλοι. Μέσα στην περίεργη αυτή εποχή, που εφτά χρόνια έζησε η χώρα και μαζί το μικρό μας το χωριό…
Κι όταν ερχόταν αυτές οι μέρες, που όπως και τώρα πλησιάζει ο καιρός για να «γιορτάσουμε», ερχόταν στα σχολειά κι οι διαταγές πώς θα τις γιορτάσουμε, όχι από τη διοίκηση της εκπαίδευσης, μα απ’ τη διοίκηση της αστυνομίας.
Και μαζί με τη διαταγή για τις σχολικές γιορτές, ερχόταν κι η διαταγή της αστυνομίας, η οποία παραδινόταν στον τελάλη του χωριού κι η βροντερή φωνή του κυρ Βαγγέλη, του πατέρα μου, να μεταδίδει ...την πληροφορία, τη διαταγή δηλαδή: «Εκ της αστυνομίας γίνεται γνωστό ότι θα πρέπει να ασπρίσετε με ασβέστη, τα πεζοδρόμια μπροστά στα σπίτια και στα καταστήματά σας. Οι παραβάτες θα μηνύονται.» Κι ύστερα ήρθαν τα μεγάφωνα…
Του Ευαγγελισμού, 28η Οκτωβρίου… οι εθνικές μας γιορτές… Και μια ακόμα μέρα, που κανένας δεν θέλει να φέρνει στο μυαλό, παρά μόνο σαν θύμηση, για αποφυγή. Ετοιμασίες, μέρες πριν…ποιήματα, τραγούδια, εμβατήρια… πρόβες.
Και σαν έφτανε η μέρα, η χαρά μας μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ.
Θα κάναμε «εωθινό».
Τι ναι τούτο πάλι; Εωθινό λοιπόν. Το πρωί της μέρας της γιορτής, ανήμερα και πριν τις άλλες εκδηλώσεις, έτσι προέβλεπε η διαταγή, οι μαθητές θα έκαναν εωθινό… Τραγούδια και πατριωτικά εμβατήρια, σ’ όλο το χωριό… Στις 5 το πρωί… αξημέρωτα.
Και δε ξέρω ποιος ξεκίνησε τούτη τη μόδα, ξέρω πως βρίσκαμε μιαν ευκαιρία μέσα στη μαυρίλα, να ξεμαυρίσουμε λίγο τις ψυχές τις δικές μας και των δικών μας μα και των διπλανών εξόριστων, με λίγο τραγούδι από αυτά της λευτεριάς… έτσι για το «φτου ξελεφτερία» που λέει κι ο φίλος μου ο δημοσιογράφος.
Κι η παρέα συναζόταν στην πλατεία, εκεί που μετά τη λειτουργία και τη δοξολογία στον Ταξιάρχη, ο Γιώργος ο κλητήρας της Κοινότητας, μαζί με το Στέλιο το φουρνάρη, που έπαιζε βιολί κι είχε για τη δουλειά του αυτή ένα μικρό ενισχυτή κι ένα ξύλινο μεγάφωνο, ετοιμάζανε την εξέδρα για να γίνει η παρέλαση των σχολείων…
Εκεί λοιπόν γινόταν η μάζωξη, μπροστά τα κορίτσια, πίσω τα αγόρια και … «όλη η δόξα, όλη η χάρη» ξεκινούσε με το πρώτο εμβατήριο, το ξύπνημα του χωριού.
Και δώστου «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» και να «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», γύρα το χωριό και μέχρι να φτάσουμε ξανά στην πλατεία και να το διαλύσουμε, οι φωνές αγριεύανε και το φως μέρευε τη νύχτα που έμενε πίσω.
Κι οι πιο πολλοί από μας δεν το βλέπαμε σαν υποχρέωση και διαταγή, μα σαν ένα τρόπο για εκτόνωση, σαν ένα μέσο για να πούμε… να εδώ είμαστε… κι αν χρειαστεί αγώνας θα τον δώσουμε, όπως έγινε αργότερα με τη Νομική και το Πολυτεχνείο. Κι αν είναι μαύρη η νύχτα στα βουνά…η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!
Και πίσω από τις μισοφωτισμένες γωνιές, μπορούσες να διακρίνεις το χωροφύλακα και τον αστυνόμο, που παραφύλαγαν μην και ξεφύγει κανένας από την πατόλια και πει τίποτα απαγορευμένο… Σαν τότε που μια χρονιά σε μια πρώιμη εμφάνιση της άνοιξης, έκανε το πρώτο του πέταγμα ένα μικρό χελιδονάκι… Κι ο Μιχάλης ο μεγάλος ο δευτεροξάδερφος, με τον πατέρα στην εξορία, δείχνοντάς το φώναζε: «έ να το χελιδόνι… έ να το χελιδόνι…».
Μνήμες, αληθινές, άσβηστες από το μυαλό, μα πιο πολύ απ’ την καρδιά. Βαστάξανε χρόνια ριζωμένες… Και ξαναβγήκαν στην επιφάνεια μέσα από τις παλιές φωτογραφίες, που χρόνια τώρα φυλάγονταν από τη μάνα σ΄ ένα μικρό κουτί από σοκολατάκια μαργαρίτες. Που είχε για να κερνά τη μέρα αυτή. Του Ευαγγελισμού. Για τον άντρα της. Τον πατέρα…
Και του χρόνου αδέρφια. Άντε και … Καλή Ανάσταση!