Ο Κύριος Θείελπης
Γράφει ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ
Δημοσίευση 22/1/2021
Ήμασταν γείτονες, πολλά χρόνια.
Μας χώριζε ένα χαμηλό ντουβάρι με οπωροφόρα και στις δυο πλευρές, που συχνά το πηδούσα για να κόψω κανένα ρόδι ή καμμιά μπουρνέλα.
Ήταν επίσης αυτός ο τοίχος και το «πέρασμα» ανταλλαγής γλυκών μεταξύ της Αφρούλας, της μάννας μου και της κυρίας Αγάπης.
Από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω, τον έβλεπα κάθε μέρα καλοντυμένο, να χαϊδεύει τα δυο όμορφα σκυλιά του, που τον κατευόδωναν και να βγαίνει από την πίσω μεριά του σπιτιού, προς την αλάνα του Χατζαμέτ’, να παίρνει το δρόμο προς το φούρνο του κυρ- Κώστα του Βαμβακά κι’ από ‘κει ντουγρού στην αγορά.
Σαν τύχαινε να συναντηθούμε, πάντα μου χαμογελούσε κι’ εγώ για έναν ανεξήγητο λόγο στεκόμουν περίπου προσοχή μέχρι να απομακρυνθεί.
Μια φορά- ήμουν γύρω στα δέκα- που ετοιμαζόμουν για τις γνωστές μου επιδρομές στα οπωροφόρα της αυλής του, καβαλώ πάλι τη μεσοτοιχία εκεί στο ρειμάκ’ για να μη με δουν και πάνω που ετοιμαζόμουν να δρέψω τους κόπους μου, γλιστρώ και σωριάζομαι μπροστά του.
Ταράχτηκε, ξαφνιάστηκε κι’ έβαλε μια φωνή!
-Αγάπη..
Εγώ κατατρομαγμένος, ντροπιασμένος και με τα πόδια στα αίματα, απλά τον κοιτούσα άφωνος.
-Αγάπη φέρε και το ιώδιο.
-Θα το πείτε και στη μάννα μου;
Χαμογέλασε, χωρίς να μ’ απαντήσει.
Μπήκαν οι γάζες και το ιώδιο κι’ ένα τεράστιο λευκοπλάστ, ήπια και μια βυσινάδα της κυρίας Αγάπης και πήγα να φύγω από τον…. τοίχο.
-Από του πουρτέλ΄ μουρέλ’ μ’
-Πάρε και τούτα τόσο κόπο έκανες, μου είπε ο κύριος Θείελπης και μου έδωσε ένα ρόδι και δυο μανταρίνια.
Καταντράπηκα. Να ανοίξει η γη να με καταπιεί!
Η συνάντηση με την Αφρούλα, ήταν «ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε»
Άσε το τι άκουσα.
Το απόγευμα, η Αφρούλα έφτιαξε ένα όμορφο κέϊκ και μου ανέθεσε να το πάω δίπλα.
-Να σ΄ ακούσω να ζητάς συγνώμη..
Το πήγα, ζήτησα συγνώμη και ο κύριος Θείελπης, μου λέει:
-Πολύ νόστιμη η συγνώμη σου. Αν είναι έτσι, να ξαναπηδήξεις το ντουβάρ’
Και μου κάνει δώρο ένα όμορφο μολύβι.
Τον θυμάμαι με σεβασμό τον κύριο Θείελπη και θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι, τις φωνές της μάννας μου:
-Παναγιά μου, ο Θείελπης και έτρεξε δίπλα..
Θυμάμαι όμως και τούτο.
Το κλάμα των δυο σκυλιών του, εκείνη τη μέρα.
Θρήνος που σ’ ανατριχιάζει.
Να είσαι καλά εκεί που είσαι κύριε Θείελπη και μακάρι εκεί να βγάζουν εφημερίδες.