Αγγελοκρουσμένος αυτή ήταν η λέξη παλιά για τους πάσχοντες από οποιαδήποτε ψυχικά νοσήματα ή ιδιαιτερότητες και οι άνθρωποι έσκυβαν το κεφάλι όταν συναντούσαν τέτοιες περιπτώσεις στο διάβα τους απομακρυνόμενοι με βήμα γρήγορο και κάνοντας τον σταυρό τους. Κάποιοι με αγαθή ψυχή είχαν την έννοια τους με ένα πιάτο φαγητό και ενα καλό λόγο και έτσι επιβίωναν.
Μόνο τα αλάνια και οι ψευτόμαγκες, αυτοί που γυρίζαν με λυμένο το ζωνάρι τους για καυγά τους ενοχλούσαν προσπαθώντας να πατήσουν πάνω τους νιώθοντας καλύτεροι για λίγο, για πολύ λίγο.
Σκληρές εποχές, μαύρα χρόνια. Ο θάνατος ξεδιάντροπα περπατούσε μέρα μεσημέρι στις γειτονιές και τρυγούσε αδιακρίτως το παιδομάνι. Κάθε σπίτι είχε και ένα καρφί και το φάντασμα της πείνας εμενε μονίμως λουφασμένο να απειλεί μεσα από τις κόχες των παραθυριών. Σκληρύναν οι άνθρωποι για να νταγιαντίξουν τις δικές τους συμφορές και ότι περίσσευε το πετούσαν όξω από τη πόρτα τους να βρουν να ποτιστούν οι πονεμένοι που ξομείναν απ'το σμάρι και ψηλώναν σαν αγριόχορτα στις αυλακιές των ντουσιμέδων.
Ήξεραν και περπατούσαν προσεκτικά τότε οι άνθρωποι και δε τσαλαπατούσαν τους ατυχείς. Τις μέρες δε των Χριστουγέννων το χρέος το ένιωθαν βαθύτερο και τους αγγελοκρουσμένους τους έδιναν το κάτι παραπάνω, για την ανάπαυση των πεθαμένων τους. Βλέπεις οι ψυχές γύρευαν καλοσύνη των ζωντανών για να στριμωχτούν λιγάκι δίπλα στον Κύριο.
Αγάπη και Ανεκτικότητα και στη Χειρότερη αδιαφορία. Αυτά δίναν οι περισσότεροι αυτά ας δώσουμε και εμείς. Η βέργα όσο είναι φρέσκια λυγίζει. Ας έχουμε το νου μας στους βλαστούς που ψηλώνουν στα σπίτια μας γιατί η "κοινωνία" είναι λέξη παγίδα. Κοινωνία θα πει εγώ εσύ αυτός, τα μωρά μας που μεγαλώνουν μαντρισμένα μπροστά στην οθόνη.
Να μπούμε εμείς μπροστά απ'την οθόνη τώρα. Να τους μιλήσουμε για τα "αγριοχορτα" του Θεού και τους ψευτόμαγκες. Κάθε φορά που μας μιλούν να τα βλέπουμε στα μάτια.
Δυσκολες εποχές. Μια γενιά της μοναξιάς σε ελευθερη πτώση αναδύεται, ας βάλουμε το δίχτυ προστασίας. Προλαβαίνουμε.