
Η αλήθεια είναι ότι εδώ και περίπου ένα χρόνο βιώνουμε μία ιδιάζουσα κατάσταση. Από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχάς υγειονομική και στη συνέχεια οικονομική και κοινωνικοπολιτική- πάντα η υγεία., στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, προηγείται. Αυτά, βέβαια, είναι αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών, γιατί στα μάτια άλλων η οικονομία προηγείται της υγείας. Η συζήτηση αυτή, όμως, έχει γίνει έντονα το τελευταίο διάστημα.
Ένα άλλο θέμα που πρέπει να συζητηθεί είναι το αν όλα αυτά τα μέτρα που ελήφθησαν το τελευταίο τρίμηνο είναι συμβατά με ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Και, φυσικά, δεν αναφέρομαι στα αμιγώς υγειονομικά μέτρα που κρίνονται αναγκαία για την καταπολέμηση της πανδημίας, αλλά σε εκείνα που με πρόσχημα την πανδημία υποκρύπτουν μια σαφέστατη πολιτική χροιά.
Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των 4 ατόμων που ίσχυσε μάλιστα δις, από τις 15-18/11 και στις 6/12, με απόφαση του αρχηγού της αστυνομίας (sic). Δηλαδή, σε δύο επετείους μνήμης θυμάτων της αλόγιστης αστυνομικής βίας, η ελληνική αστυνομία εκδίδει δύο (προκλητικές) αποφάσεις που παραβιάζουν κατάφωρα το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι και θυμίζουν σκοτεινές εποχές του παρελθόντος.
Κι ενώ τα μέτρα τηρήθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια (αποστάσεις- μάσκες, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς), και στις δυο περιπτώσεις υπήρξαν συλλήψεις και προσαγωγές, αλλά και πράξεις με πολιτικό μήνυμα, όπως αυτή με τον αστυνομικό που διαλύει ανθοδέσμη παρμένη από το σημείο μνήμης του Γρηγορόπουλου. Όλα αυτά αποδεικνύουν ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος συνεχίζει να επιβάλλεται διά της βίας.
Ζήτημα δημοκρατίας προκύπτει και στον τύπο, όπου παρατηρείται ωμή παρέμβαση της κυβερνητικών στελεχών. Εδώ έχουμε τις δύο περιπτώσεις των Κρουστάλλη και Ακρίτα. Η πρώτη είναι η δημοσιογράφος που είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ σχετικό με την παράλληλη καταγραφή κρουσμάτων από ΗΔΙΚΑ και ΕΟΔΥ και παραιτήθηκε από την εφημερίδα κατόπιν παρεμβάσεων και πιέσεων από το Μέγαρο Μαξίμου, όπως η ίδια ομολόγησε. Στην περίπτωση της δεύτερης, λογοκρίθηκε και εμποδίστηκε η δημοσίευση του άρθρου της. Και –ω του θαύματος- και τα δυο περιστατικά αφορούσαν την ίδια εφημερίδα.
Η κάθε εφημερίδα μπορεί να εκφράζει, να υποστηρίζει και να προβάλλει όποια πολιτική αντίληψη επιθυμεί (εν αντιθέσει με τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, στους οποίους πρέπει να υπάρχει πολυφωνία). Άλλωστε υπάρχουν και εφημερίδες που αποτελούν κομματικά όργανα. Αυτό που δεν είναι ανεκτό είναι η υπαγόρευση του περιεχομένου του άρθρου από την διεύθυνση στον δημοσιογράφο και η λογοκρισία.
Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να ενημερώνει αντικειμενικά τους αναγνώστες/ τηλεθεατές, ανεμπόδιστα, να ασκεί κριτική στην εξουσία, χωρίς παρεμβάσεις και χωρίς να διαπλέκεται με αυτήν, όπως έντονα φαίνεται να συμβαίνει τον τελευταίο καιρό.
Ο τίτλος του άρθρου ενδέχεται να ακούγεται βαρύς. Δυστυχώς, όμως, τα φαινόμενα είναι τουλάχιστον ανησυχητικά. Γενικά, οι δημοκρατίες διολισθαίνουν ολίγον κατ΄ολίγον. Στην περίπτωσή μας το ολίσθημα είναι ήδη αισθητό. Είναι απαραίτητη η ευαισθητοποίηση των δημοκρατικών αντανακλαστικών των θεσμικών παραγόντων και συλλογικοτήτων για την αποφυγή τέτοιων φαινομένων.