Α'
Βρισιές δεν ήθελα γιε μου να ακούς
γι' αυτό απ' το σπίτι
απομάκρυνα τους καθρέφτες όλους
Απ' την αυλή μας να μην ξεμυτίζεις
μόνο αν υπάρχει λόγος βγαίνουν
από τα μνήματά τους οι νεκροί
Κι εμείς ανάσταση δεν προσδοκούμε
Β΄
Αφόρητος είναι κι αυτός ο ήλιος έξω
έψαξα γάντια για τα χέρια μου να βρω
εκτεθειμένα να μην είναι
Βρήκα ξανά τα προπολεμικά γυαλιά ηλίου
που είχα και γέμισε χαρά η καρδιά μου
σαν να 'τανε σκασμένος κουμπαράς
Τα φόρεσα και σώθηκα δεν έβλεπα πια τίποτα
Γ΄
Κι αν έρθει κάποιος διαφορετικός
όπως το γάλα μες στις μύγες
στο ζωτικό μας χώρο ζωντανός αν πλησιάσει
Θα τον πατήσουμε κάτω με ορμή
και θα πετάξουμε στις λάσπες το όνομά του
πώς τόλμησε απ’ το λήθαργο να μας ξυπνήσει
Φωτός αχτίδα μες στους τάφους μας δεν θα μπει