Σαράντα έξι χρόνια ΠΑΣΟΚ (3η του Σεπτέμβρη σήμερα) και οι Έλληνες παραμένουν διχασμένοι: Ευλογία η «Αλλαγή» για τους μεν, κατάρα για τους δε. Άσπρο-μαύρο, χωρίς άλλες αποχρώσεις.
Πολιτικούς και κόμματα, τους χωρίζουμε σε καλούς και κακούς, όπως στα γουέστερν. Να επιχειρούσαμε, μακριά από αγιογραφίες και δαιμονοποιήσεις, να καταγράψουμε με νηφαλιότητα τα θετικά, τα αρνητικά και τις ιδιαιτερότητες καθενός; Αδιανόητο!
Οι δεκαετίες που πέρασαν θα έπρεπε να αποτελούν απόσταση ασφαλείας, εγγύηση ωριμότητας και ψύχραιμης αποτίμησης, απαλλαγμένης από πάθη και σκοπιμότητες. Θα έπρεπε να έχουν μπει στο χρονοντούλαπο τής ιστορίας τα ιδεοληπτικά κουτάκια:
Κλέφτες οι πασόκοι (οι άλλοι ούτε που το είχαν ακουστά το σπορ!), πατριώτες οι δεξιοί, σφάζουν με τα κονσερβοκούτια οι κουκουέδες.
Και ανάποδα: Ταγματασφαλίτες και μαυραγορίτες οι συντηρητικοί, οσιομάρτυρες οι αριστεροί. Όλοι όμως!
Ανήκα στους φανατικούς αντιΠΑΣΟΚ. Τον στόχο τού Ανδρέα για «βάθεμα και πλάτεμα της δημοκρατίας» τον ειρωνευόμουν, «θυμίζει σκάψιμο τάφου», σχολίαζα εξυπναδίστικα. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως δεν επρόκειτο για σχήμα λόγου. Ακόμα κι αν δεν είχε πετύχει τίποτε άλλο η «Αλλαγή», η κατάργηση των διακρίσεων αρκούσε για να δικαιώσει την ύπαρξή της.
Μέχρι το ’81, όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι, μερικοί όμως ήταν… πιο ίσοι. Οι μισοί Έλληνες παρέμεναν στο περιθώριο, δεν είχαν φωνή, δεν είχαν ίδια δικαιώματα και ευκαιρίες με τους άλλους. Πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι μπορεί να μην υπήρχαν μετά το ’74, αλλά διορισμοί, δουλειές με το δημόσιο, δάνεια και κάθε είδους ευνοϊκή μεταχείριση ήταν ακόμα προνόμιο των «δικών μας».
Γνωστό μου παιδί που υπηρετεί τη θητεία του το 1979, πληροφορείται κατάπληκτο ότι δεν μπορεί να γίνει αξιωματικός γιατί «έχει φάκελο». Ο πατέρας του όμως ανήκει στους καλούς «πελάτες» κορυφαίου υπουργού (πολλά ψηφαλάκια) και έτσι κατορθώνει να μάθει το περιεχόμενο τού επτασφράγιστου φακέλου: «Εθεάθη να αναγιγνώσκει την εφημερίδα ”Ελευθεροτυπία”»! Απόδειξη ότι το φακέλωμα συνεχιζόταν απρόσκοπτα και μετά τη χούντα, αφού η «Ελευθεροτυπία» ιδρύθηκε το ’75…
Στην εφημερίδα πουδούλευα το 1980, ένας δάσκαλος έγραφε με ψευδώνυμο αθώα, ακίνδυνα χρονογραφήματα. Έμπαινε στα γραφεία μας με χίλιες προφυλάξεις, λες και έφερνε προκηρύξεις τής «17 Νοέμβρη», και μας όρκιζε να μην αποκαλύψουμε σε κανέναν το όνομά του, γιατί η αρθρογραφία ήταν ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και φοβόταν για τη θέση του…
Ο άνδρας και η γυναίκα που έκαναν την ίδια ακριβώς δουλειά, με τις ίδιες σπουδές, χρόνια υπηρεσίας και υποχρεώσεις, δεν είχαν τον ίδιο μισθό, η γυναίκα ήταν πολίτης β’ κατηγορίας…
Το αγαθό της υγείας (γιατροί, νοσοκομεία, φάρμακα), πριν το ΕΣΥ ήταν διαθέσιμο μόνο για τους έχοντες και κατέχοντες…
Η εθνική μας αντίσταση κατά των κατακτητών, αποτελούσε θέμα ταμπού για το οποίο έπρεπε να νιώθουμε ντροπή αντί για υπερηφάνεια. Οι αγωνιστές έκρυβαν το παρελθόν τους για να μη βρουν το μπελά τους…
Τηλεόραση και ραδιόφωνο, κρατικό μονοπώλιο τότε, μετέδιδαν δηλώσεις και ανακοινώσεις μόνο της κυβέρνησης, ποτέ της αντιπολίτευσης. Γιατί η αντιπολίτευση δεν παράγει έργο, όπως έλεγε ο Καραμανλής…
Πολλά που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα, πριν το ’81 ήταν αδιανόητα. Για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε και να το πιστώσουμε στο ΠΑΣΟΚ και στον Ανδρέα Παπανδρέου από τούτη τη χρονική απόσταση ασφαλείας, όπου κι αν ανήκουμε πολιτικά. Χωρίς αυτό να σημαίνει αμνήστευση ευθυνών και ανομημάτων τού «κινήματος», με σοβαρότερο τη συνθηκολόγηση, τον συμβιβασμό με τα οργανωμένα συμφέροντα που διαχρονικά λυμαίνονται τη χώρα (οικονομικά, πολιτικά, συνδικαλιστικά, εκκλησιαστικά).
Μιλάμε, βέβαια, πάντα για το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορίτζιναλ. Όχι για το μεταλλαγμένο, το σημερινό κακέκτυπο με τα πολλά ονόματα, τη θυγατρική της Νέας Δημοκρατίας.