
Από την παραμονή Χριστουγέννων στην Πέργαμο της Μικρασίας το σπίτι έμπαινε σε μια αργή αλλά αυστηρή προετοιμασία για τις μεγάλες μέρες. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες ήξεραν πως τίποτα δεν έπρεπε να μείνει στην τύχη. Τα ντουβάρια και το τζάκι άσπριζαν ξανά, σαν να φορούσε το σπίτι τα γιορτινά του, ενώ από τα ράφια κατέβαιναν τα μπακίρια, τα χάλκινα σκεύη που έπρεπε να λάμψουν. Όσα είχαν ανάγκη γάνωμα έπαιρναν τον δρόμο για τον γανωτζή και γύριζαν καθαρά και γυαλισμένα για να ξαναμπούν στα γκιουλβέ, στη σωστή τους θέση.
Μεγάλη φασαρία είχε το τρίψιμο του μπρούτζινου γουδιού και του θυμιατού, με το θυμιατό να θεωρείται το πιο απαιτητικό απ’ όλα. Μα ο μεγαλύτερος μπελάς, όπως έλεγαν, ήταν το ψηλό χάλκινο μαγκάλι, εκείνο που στην κορφή του στεκόταν ένα μικρό ορειχάλκινο πουλάκι και έπρεπε να αστράφτει σαν στολίδι.
Ύστερα ερχόταν το διάρμισμα, ο γενικός καθαρισμός και η τακτοποίηση κάθε δωματίου. Ως τα Φώτα, όταν τα νερά θα αγιάζαν ξανά, καμιά μπουγάδα δεν θα ξαναέμπαινε στο σπίτι. Η καθαριότητα ήταν υπόσχεση διάρκειας, όχι στιγμής.
Την προπαραμονή και την παραμονή των Χριστουγέννων το τσαρσί έσφυζε από ζωή. Από την αγορά άρχιζε το κουβάλημα των αγαθών για τις γιορτές. Κάστανα, φουντούκια και αμύγδαλα, αφράτα στραγάλια και χουρμάδες, κουκουνάρια που τρώγονταν με μέλι, ξερά σύκα παραγεμισμένα με καρύδια, σουσάμι και κανέλα. Μαζί τους έφταναν στο σπίτι και φρούτα εποχής, φορτωμένα στα χέρια του χαμάλη, που ήξερε καλά τα στενά και τις πόρτες της γειτονιάς.
Τα γιορτινά τραπέζια είχαν τον δικό τους κανόνα. Κότα ή πετεινός για βραστό με αυγοκομμένη σούπα, ενώ για το νέο έτος η γαλοπούλα γινόταν γεμιστή με σπασμένο στάρι, κάστανα, καρύδια, σταφίδες και χοιρινό κρέας. Δίπλα τους ετοιμαζόταν το σελινάτο, χοιρινό με σέλινο, και οι λαχανοντολμάδες που έδεναν το τραπέζι με το άρωμα της οικογενειακής θαλπωρής.
Κι ύστερα ερχόταν η ώρα των γλυκών. Τσιμπίσια και δίπλες, κουραμπιέδες, πλατσέντα, μπακλαβού και φνίκια, τα μελομακάρονα της Περγάμου. Όπως αφηγείται η Μαριάνθη Μακρυγιαννοπούλου στο βιβλίο της Ιστορικά και λαογραφικά της Περγάμου Μικράς Ασίας, για τη μπακλαβού η μητέρα έφερνε ειδική νοικοκυρά, γιατί έπρεπε να πετύχει απόλυτα, αφού ήταν από τα πρώτα γλυκίσματα που σερβίρονταν μετά τον κουραμπιέ. Το φνίκι ερχόταν σε δεύτερη γραμμή, χωρίς όμως να υστερεί σε σημασία.
Τα φνίκια πήραν το όνομά τους στη Μικρασία από το σχήμα τους, που θύμιζε χουρμάδες, καρπό των φοινικόδεντρων. Τη μνήμη αυτή κράτησε ζωντανή ο Σύλλογος Περγαμηνών ο Άτταλος, παρουσιάζοντας πρόσφατα μια παλιά συνταγή της Περγάμου, σωσμένη από την Περγαμηνή Ελένη Τσιβγούλη.
Η συνταγή μιλά για 5 ποτήρια λάδι, 1,5 ποτήρι ζάχαρη, 1,5 ποτήρι του κρασιού σταχτόνερο, 1,5 ποτήρι του κρασιού κονιάκ, χυμό από 4 πορτοκάλια και περίπου 2,5 κιλά μαλακό αλεύρι. Στο μείγμα μπαίνουν 3 κουταλάκια μπέικιν, 5 κουταλιές σιμιγδάλι και 1 κουταλάκι σόδα διαλυμένη στο χυμό 1 λεμονιού. Για το σιρόπι χρειάζονται 4 ποτήρια ζάχαρη, 2 ποτήρια μέλι και 3 ποτήρια νερό, με καρύδια στο τέλος για το γαρνίρισμα.
Έτσι, μέσα από καθαριότητες, μυρωδιές και γεύσεις, η παραμονή των Χριστουγέννων στην Πέργαμο δεν ήταν απλώς μια μέρα προετοιμασίας. Ήταν μια τελετουργία μνήμης, που έδενε το σπίτι με τη γιορτή και τους ανθρώπους με τον χρόνο.