
Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2024 αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα κατακτά μία από τις πρώτες θέσεις διεθνώς στην έμμεση φορολογία. Η έμφαση σε φόρους κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι σε καύσιμα, καπνό και αλκοόλ αποδεικνύεται καθοριστικός παράγοντας της ακρίβειας που πλήττει καθημερινά τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα τα χαμηλά εισοδήματα. Τα στοιχεία φανερώνουν ότι η χώρα στηρίζεται υπερβολικά στην κατανάλωση για να αυξήσει τα δημόσια έσοδα, αντί να ενισχύσει την προοδευτική φορολόγηση και την αναλογική κατανομή των βαρών.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα συνολικά φορολογικά έσοδα της Ελλάδας έφτασαν το 39,8% του ΑΕΠ το 2024, ξεπερνώντας το 38,9% του 2023 και αφήνοντας σημαντικά πίσω τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού που βρίσκεται στο 34,1%. Η επίδοση αυτή κατατάσσει τη χώρα στη 10η θέση διεθνώς, υψηλότερα από μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία με 38%, η Ισπανία με 36,7% και το Ηνωμένο Βασίλειο με 34,4%.
Κεντρικό ρόλο στην αύξηση των εσόδων παίζουν οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιπροσωπεύουν το 28,8% των συνολικών φορολογικών εσόδων ενώ ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 25,5%. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη βαρύτητα της κοινωνικής ασφάλισης στο ελληνικό δημοσιονομικό μοντέλο και την υψηλή επιβάρυνση εργαζομένων και συνταξιούχων.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε εξάρτηση από έμμεσους φόρους, με το 40,7% των εσόδων να προέρχεται από φόρους κατανάλωσης. Από αυτά το 22,5% αντιστοιχεί στον ΦΠΑ ενώ το 18,2% προέρχεται από ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ μόλις φτάνει το 31,3%, γεγονός που καταδεικνύει τη διαφορά στο μοντέλο φορολόγησης.
Αντίθετα, ο φόρος εισοδήματος φέρνει μόνο το 15,5% των συνολικών εσόδων, τη στιγμή που ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ αγγίζει το 23,7%. Σε χώρες με πιο προοδευτική φορολόγηση τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται στο 57,2% για τη Δανία και στο 26,9% για τη Σουηδία. Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο βάρος του φόρου εισοδήματος προέρχεται από μισθωτούς και συνταξιούχους, με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι συνεισφέρουν αναλογικά λιγότερο στα δημόσια έσοδα σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Σε διάστημα δεκαπέντε ετών από το 2010 έως το 2024 η Ελλάδα παρουσιάζει άνοδο 7,4 ποσοστιαίων μονάδων στα φορολογικά της έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αύξηση αυτή είναι η 3η μεγαλύτερη στον ΟΟΣΑ μετά τη Σλοβακία με 7,7 μονάδες και την Ιαπωνία με 7,5, γεγονός που μαρτυρά πόσο εκτεταμένη υπήρξε η πίεση στα νοικοκυριά και την κατανάλωση κατά την περίοδο των οικονομικών κρίσεων και των δημοσιονομικών περιορισμών.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποτυπώνουν ένα μοντέλο φορολόγησης που βασίζεται περισσότερο στην καθημερινή κατανάλωση παρά στην πραγματική οικονομική δυνατότητα των πολιτών. Η συζήτηση για δίκαιη κατανομή βαρών και αναμόρφωση της φορολογικής πολιτικής παραμένει ανοιχτή, με τα νοικοκυριά να συνεχίζουν να νιώθουν το βάρος των έμμεσων φόρων σε κάθε αγορά και σε κάθε λογαριασμό.