
Με αφορμή το αναλυτικό δημοσίευμα του Σπύρου Κουζινόπουλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών», επανέρχεται με ένταση το αίτημα διάσωσης και ανάδειξης του οικήματος στο Κοντοπούλι Λήμνου, όπου ο Γιάννης Ρίτσος έζησε εξόριστος τα έτη 1948–1949 και έγραψε το «Καπνισμένο τσουκάλι» και τα «Ημερολόγια εξορίας». Ο Κουζινόπουλος τεκμηριώνει ότι το κτίσμα βρίσκεται σε ετοιμορροπία και απειλείται με κατάρρευση, την ώρα που οι αρμόδιοι φορείς δεν έχουν προχωρήσει σε καμία ουσιαστική ενέργεια προστασίας.

Στο ρεπορτάζ καταγράφεται το ιστορικό πλαίσιο της εξορίας στη Λήμνο τα «πέτρινα» χρόνια του Εμφυλίου: εκατοντάδες πολιτικοί εκτοπισμένοι σε Μούδρο και Κοντοπούλι, πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης, διαρκής επιτήρηση, απαγορεύσεις ακόμη και για αθλοπαιδιές ή για λειτουργία μικρών πολιτιστικών εστιών. Ο Ρίτσος, ανάμεσα σε αγγαρείες, λογοκρισία και στέρηση, μετατρέπει την καθημερινότητα σε ποίηση: τις λάμπες που «παστρεύουν με εφημερίδες», το «συρματόπλεγμα» που γίνεται λέξη και σύμβολο, το κοινό τσουκάλι που αναβιβάζεται σε ηθικό μέτρο συντροφικότητας και αντοχής. Ο Κουζινόπουλος φωτίζει αυτές τις σκηνές, συνδέοντάς τες με στίχους-τεκμήρια των «Ημερολογίων εξορίας» και με το βιωματικό υπόβαθρο του «Καπνισμένου τσουκαλιού».
Παράλληλα, το δημοσίευμα αναδεικνύει τη σημερινή κατάσταση του οικήματος: ένα παλιό σπίτι–αποθήκη, που άλλοτε στέγασε και σχολείο, περιφραγμένο τότε με συρματόπλεγμα και σκοπιές, σήμερα ρημάζει αβοήθητο. Η τοπική κοινωνία έχει ήδη αρθρώσει αίτημα μνήμης: ο πρόεδρος της κοινότητας Καλλιθέας, Παλαιολόγος Κυριαζής, έχει ζητήσει από τον Δήμο Λήμνου τη δημιουργία «Μουσείου Γιάννη Ρίτσου», επιμένοντας πως ο τόπος της εξορίας αξίζει τον ίδιο σεβασμό που έλαβε το σπίτι του ποιητή στη Μονεμβασιά. Όπως προκύπτει από την έρευνα του Κουζινόπουλου, ο δήμος επικαλείται ιδιοκτησιακά και κληρονομικά ζητήματα, ενώ εκκρεμεί σαφής δέσμευση για άμεσες σωστικές παρεμβάσεις.
Η πρόταση είναι συγκεκριμένη και ρεαλιστική: προσωρινή στερέωση για να αποτραπεί η κατάρρευση, αυτοψία και χαρακτηρισμός του κελύφους, μελέτη αποκατάστασης, συνεργασία με τα αρχεία και τους μελετητές του Ρίτσου, χρηματοδότηση από εθνικά ή ευρωπαϊκά προγράμματα και, στο τέλος, ένας μικρός αλλά ζωντανός μουσειακός χώρος. Ένας τόπος που θα αφηγείται την ιστορία της εξορίας στη Λήμνο, θα προβάλλει αποσπάσματα από τα «Ημερολόγια εξορίας» και το «Καπνισμένο τσουκάλι», θα χαρτογραφεί τις διαδρομές των εκτοπισμένων και θα συνομιλεί με την εκπαιδευτική κοινότητα και τους επισκέπτες του νησιού.
Το κεντρικό διακύβευμα του ρεπορτάζ του Σπύρου Κουζινόπουλου είναι σαφές: η μνήμη δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, είναι δημόσιο αγαθό. Η διάσωση του οικήματος στο Κοντοπούλι δεν αφορά μόνο την τιμή προς έναν μεγάλο ποιητή· αφορά την ευθύνη μας απέναντι στην ιστορία ενός τόπου και μιας κοινωνίας που γνώρισε την εξορία και την αξιοπρέπεια. Ένα μικρό μουσείο μπορεί να γίνει μεγάλος τόπος νοήματος: να φυλάξει τις φωνές των εξόριστων, να δείξει στους νεότερους πώς «τραγουδάς για να σμίξεις τον κόσμο», να αποδείξει ότι ακόμη και το πιο ταπεινό «καπνισμένο τσουκάλι» μπορεί να γίνει μνήμη και φως.