
Οκτώ χρόνια μετά τον καταστροφικό σεισμό του 2017 και τρία χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 2022, η Βρίσα εξακολουθεί να μετρά πληγές. Το άλλοτε ζωντανό χωριό εξακολουθεί να έχει μεγάλο μέρος του οικισμού κλειστό, με κτίρια χαρακτηρισμένα ως επικίνδυνα, κατοίκους ξεριζωμένους και οικονομική δραστηριότητα που έχει σχεδόν καταρρεύσει. Ο πρόεδρος της κοινότητας Νίκος Λάσκαρης, μιλώντας στον «Ν» 99 FM, εξέφρασε με ένταση την αγωνία του για το αύριο του χωριού, σημειώνοντας πως ο δρόμος προς την ερήμωση είναι πλέον ορατός αν δεν δοθούν άμεσα λύσεις.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε το ζήτημα της άρσης επικινδυνότητας των κτιρίων. Όπως ανέφερε ο κ. Λάσκαρης, στο πρόσφατο Δημοτικό Συμβούλιο Λογοδοσίας έθεσε το ζήτημα ο επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης Γιάννης Συκάς, με τον πρόεδρο να υπογραμμίζει ότι για πρώτη φορά η Βρίσα συζητήθηκε σε επίπεδο Δημοτικού Συμβουλίου. «Δεν μπορούμε να έχουμε μισό χωριό ερείπια. Δεν γίνεται να μην μπορούμε να μείνουμε στα σπίτια μας, να μην μπορεί να λειτουργήσει καμία επιχείρηση» είπε χαρακτηριστικά. Οι απαντήσεις που δόθηκαν από τον μηχανικό του Δήμου, όπως σημειώνει, «δεν ήταν ικανοποιητικές και δεν ήταν και σωστές» αφού ο ίδιος παραδέχτηκε πως δεν έχει προλάβει να ασχοληθεί με όλα τα κτίσματα λόγω φόρτου εργασίας.
Ο πρόεδρος αναφέρθηκε και στο ζήτημα των χαρακτηρισμένων κτισμάτων που δυσκόλευε επί χρόνια την πρόοδο των κατεδαφίσεων. Όπως είπε, τα περισσότερα πλέον έχουν αποχαρακτηριστεί και μπορούν να προχωρήσουν οι διαδικασίες, ενώ μόνο ένα έχει απομείνει με εμπλοκή από το Υπουργείο Πολιτισμού. Παρόλα αυτά, «ένα και μόνο κτίσμα δεν μπορεί να κρατάει κλειστό ένα ολόκληρο χωριό» τονίζει.
Με τους κατοίκους να ζουν σκορπισμένοι σε Βατερά, Μυτιλήνη, Αθήνα ή με τα παιδιά τους, ο κ. Λάσκαρης εξηγεί ότι η κοινωνική συνοχή έχει κλονιστεί βαθιά. Οι ηλικιωμένοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος ενοικίων και πολλοί νέοι έχουν ήδη εγκαταλείψει οριστικά το χωριό. Από τα καταστήματα, λειτουργεί μόνο ο φούρνος. «Δύο άνθρωποι έχουν ζητήσει άδειες για να ανοίξουν επιχείρηση, αλλά δεν γίνεται, γιατί το χωριό θεωρείται ακόμα επικίνδυνο. Έτσι δεν μένει εισόδημα στον τόπο και όλοι αργά ή γρήγορα φεύγουν».
Η οικονομική απώλεια, σύμφωνα με τον πρόεδρο, είναι τεράστια. Από τον σεισμό και τις πυρκαγιές έχουν πληγεί τόσο το δομημένο όσο και το παραγωγικό περιβάλλον. «Όταν ένα βενζινάδικο που έβαζε 50 αυτοκίνητα τη μέρα τώρα εξυπηρετεί 10, όταν ο φούρνος αντί για εκατό φρατζόλες πουλάει πενήντα, όταν δεν υπάρχουν εργατικά χέρια ούτε χωράφια παραγωγικά, τότε ολόκληρη η οικονομική αλυσίδα καταρρέει» δήλωσε.
Μεγάλο μέρος της συζήτησης αφορούσε και τις εκκρεμότητες σχετικά με τις αποζημιώσεις των πυρόπληκτων. Οι προκαταβολές που έχουν δοθεί είναι, όπως αναλύει ο ίδιος, πολύ χαμηλές σε σχέση με τις πραγματικές ζημιές και συνοδεύονται από κινδύνους επιπλέον επιβάρυνσης. «Πολλοί μπορεί να κληθούν να επιστρέψουν χρήματα, αφού οι καταγραφές τότε έγιναν ανά χωράφι και όχι ανά δέντρο» εξήγησε.
Επιπλέον, η πλήρης αποκατάσταση των καλλιεργειών απαιτεί χρόνο: «Ακόμη κι αν φυτευτούν σήμερα τα νέα δέντρα, θα περάσουν τουλάχιστον επτά με οκτώ χρόνια μέχρι να δώσουν καρπό. Και σίγουρα όχι στην ποσότητα που είχαν πριν καούν». Η κοινότητα ζητά να συμπεριληφθεί στις αποζημιώσεις και η ακαρπία των επόμενων ετών, καθώς αποτελεί βασικό όρο για την επιβίωση των αγροτών.
Ο πρόεδρος έκανε σαφές ότι η Κοινότητα Βρίσας δεν παραμένει θεατής, έχει στείλει έγγραφα, έχει πραγματοποιήσει συναντήσεις με υπουργεία, ενώ τη Δευτέρα ζήτησαν από τον Δήμο να αναθέσει σε άλλον μηχανικό το ζήτημα της άρσης επικινδυνότητας ώστε να επισπευσθούν οι διαδικασίες. «Δεν κατηγορούμε κανέναν εργαζόμενο, αλλά δεν γίνεται να εξαρτάται η τύχη ενός χωριού από έναν μόνο υπάλληλο» τόνισε.
Το μήνυμά του, Νίκου Λάσκαρη, μοιάζει με κραυγή αγωνίας. «Αν δεν μπορούν οι άνθρωποι να μείνουν στο χωριό τους, να δουλέψουν, να ανοίξουν μια επιχείρηση, τότε ποιος νέος θα μείνει; Γιατί να επιστρέψει κάποιος στη Βρίσα; Πρέπει Δήμος, Περιφέρεια και κράτος να δουν την κατάσταση με τη σοβαρότητα και την ανθρωπιά που απαιτείται. Αλλιώς, σε λίγα χρόνια δεν θα έχει μείνει κανείς».