Συζητάμε με τον Καθηγητή Περιβαλλοντικής Πολιτικής & Κοινωνιολογίας, Ιωσήφ Μποτετζάγια, για την Περιβαλλοντική Ιστορία. Υπήρχε περιβαλλοντική πολιτική στο μακρινό παρελθόν; Οι συγκρούσεις για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, κατά το παρελθόν, εμφανίζουν ομοιότητες με το σήμερα; Τελικά, αυτού του είδους οι αναζητήσεις αποτελούν, απλά, «ακαδημαϊκή γυμναστική» ή υπάρχει πρακτική χρησιμότητα σε αυτές;
Η Ιστορική Έρευνα και οι Περιβαλλοντικές Επιστήμες τέμνονται στο πεδίο της «Περιβαλλοντικής Ιστορίας». Ένα ακόμη παράδειγμα διεπιστημονικότητας μεταξύ «θετικών» και «ανθρωπιστικών» επιστημών, που υπηρετείται από ανθρώπους με ποικιλία ενδιαφερόντων, ποικιλία στην επαγγελματική τους διαδρομή και που τους αρέσει να πειραματίζονται.
Ο όρος «Περιβάλλον» και ειδικότερα η συζήτηση για την προστασία του, μοιάζει να έχουν έρθει πρόσφατα – τα τελευταία 30-40 χρόνια – στην δημόσια σφαίρα. Η ιστορική έρευνα, όμως, αποκαλύπτει περιπτώσεις όπου η χρήση οικοσυστημάτων (φύσης) και οι ανθρώπινες δραστηριότητες αποτέλεσαν αντικείμενο άσκησης πολιτικής ήδη από την εποχή της σύστασης του Ελληνικού Κράτους (προ δύο αιώνων).
Για μια τέτοια περίπτωση συζητάμε με τον κ. Μποτετζάγια και ειδικότερα για την προστασία του Δάσους και «τον πόλεμο της γίδας», ένα θέμα που απασχόλησε το Ελληνικό κράτος από την εποχή του Ιωάννη Καποδίστρια μέχρι τα χρόνια του Ιωάννη Μεταξά.
Ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό εκτάσεων που απελευθερώθηκαν μετά την επανάσταση του 1821, αποτελούσαν δάση που ανήκαν στους Οθωμανούς και περιήλθαν στο Ελληνικό Κράτος. Μια δημόσια περιουσία, ένας φυσικός πόρος, που ένα νεοσύστατο κράτος (στην δυτικότροπη εκδοχή του) έπρεπε να αξιοποιήσει ως πλουτοπαραγωγικό πόρο. Όμως σειρά δραστηριοτήτων, με κυρίαρχη την βόσκηση, προκαλούν σημαντικές πιέσεις στο οικοσύστημα.
Οι Πολιτικοί χρειάζεται να αξιολογήσουν και να αξιοποιήσουν τις εισηγήσεις των ειδικών (δασολόγων) αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται να οραματιστούν την κοινωνική και οικονομική μετάβαση στο πλαίσιο ενός νέου Κράτους σε μια εποχή τεχνολογικών και άλλων εξελίξεων. Θεσπίζουν Νόμους και Υπηρεσίες για την προστασία των δασών την ίδια εποχή όπου η μεγάλη πρόκληση είναι αυτή της μετάβασης από την Ελλάδα των Κλεφτών και των νομάδων (Σαρακατσάνοι και Βλάχοι) σε αυτή της Ελλάδας με την οργανωμένη αγροτική παραγωγή και την αναδιοργάνωση της υπαίθρου.
Από «τον πόλεμο της γίδας», η γίδα μάλλον την γλίτωσε, τελικά. Όμως ο αγώνας για την διευθέτηση του ζητήματος δεν πήγε χαμένος. Είτε λόγω κοινωνικών και τεχνολογικών εξελίξεων είτε λόγω εμπέδωσης της αναγκαιότητας ορθής διαχείρισης έχει επέλθει θετικότερη ισορροπία υπέρ του δάσους.
Από την εξιστόρηση των προσπαθειών διαχείρισης του δασικού πλούτου κατά την επίμαχη περίοδο αναδεικνύονται ένα σύνθετο πλέγμα κοινωνικών εταίρων, οι πελατειακές σχέσεις στην διακυβέρνηση και κάποιες θεσμικές απόπειρες που υπονομεύτηκαν από την λαϊκή βάση. Φαίνεται να απαιτείται χρόνος για να ωριμάσουν οι συνθήκες, σε καθεστώς Δημοκρατίας, τουλάχιστον.
Από το παράδειγμα της υπεραλίευσης -και το ενδεχόμενο θέσπισης θαλάσσιων πάρκων ως αντίβαρου- έως το παράδειγμα της τουριστικής μεγέθυνσης -με δίλημμα υιοθέτησης «βιώσιμου» προτύπου που εγείρουν κάτοικοι τουριστικών προορισμών στις Κυκλάδες- φαίνεται να υπάρχουν σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις με ανάλογη πολυπλοκότητα.
Η μελέτη της (Περιβαλλοντική) Ιστορίας, λοιπόν, μπορεί να είναι ένα χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο. Πέρα από την καταγραφή των γεγονότων, σημαντικό είναι να ερμηνευθούν οι αιτίες των διαφόρων εξελίξεων. Για την διαχείριση των σημερινών προκλήσεων είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε την δυναμική των συνθηκών που επικρατούν, το ρόλο θεσμών, ρυθμίσεων, κοινωνικών ομάδων ακόμα και προσώπων. Η μελέτη της (Περιβαλλοντικής) Ιστορίας μας βοηθά να αντιλαμβανόμαστε τα πεδία αντιπαράθεσης, και να μελετάμε τους τρόπους διαχείρισης των συγκρούσεων και να αξιολογούμε το βαθμό (και τους λόγους) επιτυχίας ή αποτυχίας τους.