«Βρήκα μια σπηλιά!»
Γράφει η ΤΖΩΡΤΖΙΑ ΡΑΣΒΙΤΣΟΥ
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 14/6/2019

«Κατεβείτε να σας πω!»
«Να μας πεις πρώτα «σας παρακαλώ» για να κατεβούμε».
Παρακάλια θέλαμε, δηλαδή, για να κατεβούμε. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Νίκος, πολύ τον μάγκα μας έκανε τελευταία και θέλαμε να του κόψουμε τον αέρα.
Εκείνος συνέχισε: «Αϊ στο διάλο ρε, σας παρακαλώ, κατεβείτε!»
Μας βραχυκύκλωσε: «Τώρα μας παρακάλεσε ή δε μας παρακάλεσε;», αναρωτιόμασταν.
«Βρήκα μια σπηλιά!», ξαναφώναξε.
Κατεβήκαμε τρέχοντας. Η περιγραφή του ήταν φοβερή. Τρέξαμε να πούμε τα νέα και στους άλλους: «Ο Νίκος βρήκε μια σπηλιά και τι σπηλιά, θαλάσσια!»
Την επόμενη μέρα το πρωί ζέψαμε τα ποδήλατά μας, λέω ζέψαμε γιατί τους μικρούς τους είχαμε πίσω στη σχάρα, και όλη η παρέα γύρω στα 15 παιδιά διαφόρων ηλικιών από 8-14 χρονών, ακολουθήσαμε τον Νίκο, που σαν γύφτικο σκεπάρνι μας οδηγούσε στον μαγικό τόπο. Μας βγήκε η γλώσσα στην ανηφόρα, αλλά τελικά φτάσαμε. Αφήσαμε τα ποδήλατα στην άσφαλτο, περάσαμε μέσα από έναν αγκαθότοπο και φτάσαμε σ’έναν γκρεμό στη θάλασσα.
«Πού είναι η σπηλιά;», τον ρώτησα.
«Πατάς πάνω της.»
«Και πώς κατεβαίνουμε;»
«Πηδάμε».
Έβγαλε τις σαγιονάρες του, έπεσε και μετά φώναζε: «Ελάτε! Ελάτε!»
Ένας ένας έπεφτε και μόλις έβγαζε το κεφάλι από το νερό, έλεγε: «Αμάν!», «Πωωω..», «Ιιιι…», «Μια σπηλιά, ρε!».
Εγώ έμεινα τελευταία, γιατί έχω υψοφοβία και ο βράχος ήταν πάρα πολύ ψηλός. Πήγαινα στην άκρη, αλλά καρδιά δεν έκανα, απόφαση δεν έπαιρνα.
«Εσένα θα περιμένουμε; Άντε βρε κότα, πήδα! Εδώ έπεσαν τα μικρά, τι φοβάσαι;»
Ε, όχι και κότα…, έκλεισα τα μάτια και έπεσα. Όταν έβγαλα το κεφάλι από το νερό αντίκρισα μια σπηλιά! Άξιζε το κόπο η βουτιά.
«Ελάτε να μπούμε μέσα να δείτε τι ωραία που είναι», είπε ο Νίκος ανυπόμονα.
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Κολυμπήσαμε όλοι μαζί μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, που σε κάποιο σημείο έγινε χαμηλή, όμως λίγο πιο κάτω στο τέρμα, είχε ψηλό θόλο και μια παραλία με μικρό βοτσαλάκι. Εκεί κάτσαμε όλοι, εκστασιασμένοι από την ανακάλυψη, τυλιγμένοι στη πηχτή μυρωδιά της υγρασίας, του αλατιού και του χώματος. Την ηρεμία έσπασε η Μαριάνθη: «Παιδιά, πήρατε χαμπάρι ότι γίναμε πράσινοι;»
«Ωχ!»
«Ρε, γίναμε πράσινοι!».
Το φως έκανε τα δικά του παιχνίδια αντανακλώντας μέσα στη σπηλιά το πράσινο χρώμα της θάλασσας. Τα αγόρια, άλλο που δεν ήθελαν, έγιναν Ζόμπι και εμείς τα κορίτσια τσιρίζαμε και τους πετούσαμε νερά. Νερά που αντανακλούσαν όλα τα χρώματα της ίριδος.
«Μην τσιρίζετε γιατί ο δυνατός ήχος μπορεί να γκρεμίσει τη σπηλιά», είπε ο Γιώργος.
Κάτσαμε μέχρι που αρχίσαμε να τουρτουρίζουμε. Η ανάβαση δύσκολη. Γδαρθήκαμε, πατήσαμε αχινούς, αλλά τελικά ανεβήκαμε.
Ποδήλατα – κατηφόρα - φουλαρία δίχως φρένα και μια απέραντη χαρά. Η σπηλιά ήταν δική μας. Ήταν το μυστικό μας, που θέλαμε να το μοιραστούμε με τους πάντες! Ήταν το μεγάλο νέο εκείνου του μακρινού καλοκαιριού.
Το βράδυ στην άκρη του λιμενοβραχίονα, εκεί που καθόμασταν πάντα, φτιάξαμε ιστορίες για τη σπηλιά: ο Νίκος είπε ότι εκεί έμενε μια φώκια, η Ιουλία είπε ότι εκεί ζούνε νεράιδες και εγώ τους είπα μια ιστορία για έναν παπά που τον κατάπιε μια ρουφήχτρα.
Δεν θα σας πω, όμως, πού είναι η σπηλιά. Άμα δείτε τον Νίκο, ρωτήστε τον.