Μνήμη Αγίων Ραφαήλ, Ειρήνης και Νικολάου
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Δημοσίευση 27/4/2022
Έχουν περάσει επτά ή οκτώ χρόνια από τότε που διάβασα το βιβλίο Το Βυζάντιο έχει ρεπό του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη, γιού του «παιζω-γράφου» της συνειρμικής γραφής Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, αυθεντικού Θεσσαλονικιού και Αθωνίτη ταυτόχρονα συγγραφέα. Ο γιός Γαβριήλ, με σπουδές στη Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία, διορθωτής δοκιμίων, επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής και λεξικογράφος, εβδομήντα χρονώ σήμερα, στα 2013, στον πρώτο τόμο του βιβλίο του Το Βυζάντιο έχει ρεπό (εκδόσεις Αρμός) – μαζί με τον δεύτερο και τρίτο τόμο, που κυκλοφόρησαν στα 2015· ετούτη η τριλογία, όταν κανείς τη διαβάσει νιώθει τη βαριά κληρονομιά του πατέρα «παιζω-γράφου» στο γιό «παιζω-γράφο» - «παιζω-γραφεί» την ιστορία ενός χωρικού της Θερμής, του Δούκα Τσολάκη, τον καιρό της εύρεσης των ιερών λειψάνων των νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, που σήμερα, τρίτη ημέρα του Πάσχα, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τους. Αξίζει κανείς να διαβάσει ετούτη την ιστορία.
Ο πρωταγωνιστής Δούκας Τσολάκης, απλός άνθρωπος, στα όσα δια της γραφίδος του Γ. Ν. Πεντζίκη διηγείται, φαίνεται να κρατά το σκοινί της καμπάνας που, κάθε χρόνο, μέρα σαν τη σημερινή καλεί τους πιστούς να λειτουργηθούν στο μοναστήρι των τριών αυτών Λεσβίων αγίων. Απολαύστε την!
«Πριν μισό αιώνα στον λόφο των Καρυών στη Θερμή της Λέσβου, μόλις είχαν ξεθάψει τα οστά των αγίων Ραφαήλ και Νικολάου και της παρθενομάρτυρος Ειρήνης κι είχαν στήσει πανηγύρι με φαγητά και όργανα.
»Ο χωρικός Δούκας Τσολάκης, που είχε επιστατήσει στην ανοικοδόμηση ενός ναϊδρίου της Παναγίας στον λόφο, άρχισε να κοροϊδεύει τα οστά. Όταν του πρόσφεραν καφέ, ζήτησε και παξιμάδι δείχνοντας ειρωνικά τα λείψανα. Λίγο μετά, ενώ χόρευε, χάθηκε. Όταν τον έψαξε η γυναίκα του γιατί ‘χε νυχτώσει κι έπρεπε να φύγουν, δεν το έβρισκαν πουθενά κι ανησύχησαν. Ήρθε τότε ο δεκατριάχρονος Παναγιώτης Πατάτας απ’ την Αγιάσο· “Τον Δούκα ψάχνετε; Στο λαγκάδι θα τον βρείτε. Το δέρνουν, αλλά ποιος τον δέρνει δεν ξέρω γιατί δεν έβλεπα κανέναν”.
»Έτρεξαν και τον βρήκαν. Πεσμένος μπρούμυτα στα πουρνάρια, κάτω από μιάν ελιά, ο Τσολάκης έκλαιγε, θρηνούσε, έψαλλε το “Χριστός Ανέστη”, και κάθε τόσο έλεγε, ”Ήμαρτον, Παναγιά μου, συχώραμε”. “Βρε Δούκα, μπας και μέθυσες;”, τον ρώτησαν. “Μεθυσμένος δεν είμαι, τιμωρημένος είμαι”, απάντησε ο Τσολάκης, με φωνή που μόλις ακουγόταν και μάτια κλειστά, γεμάτα δάκρυα. “Εκεί που χόρευα, άρχισα να μην ακούω – φώναξα μάλιστα στα όργανα να παίζουν πιο δυνατά. Μετά, μια φωνή μέσα μου λέει “Δούκα, Δούκα, έλα στο λαγκάδι που σε θέλω”. Έβαλα με τον νου μου πως κάποιο ζώο που ‘χα δεμένο λύθηκε και πήγα. Μόλις έφτασα, είδα και κατέβαινε ένας μεγαλόσωμος παπάς αναμαλλιασμένος, με ψαρά γένεια. Το ράσο το είχε ριγμένο στην πλάτη, φορούσε κάτι παπούτσια καλογερικά με τοκά μπρούτζινο. Μ’ έριξε κάτω κι ένιωσα σα να ‘πεσε πάνω μου ολόκληρο βουνό. “Πάτερ, πούθε είσαι και πως σε λένε;”, τον ρωτάω. “Έχεις το θράσος και ρωτάς ακόμη, Δούκα; Τρεις μήνες σας δείχνω θαύματα και σε κανέναν δεν τα λες, και σήμερα κορόιδεψες τα κόκκαλά μου”, απάντησε ο καλόγερος, και στέκεται τώρα δίπλα μου και με κεντάει με τη λόγχη που κόβει ο παπάς το πρόσφορο. Δεν τις βλέπετε τις μασχάλες μου που έχουν γεμίσει αίματα; Γιατί δε με σκουπίζετε;”.
»Ο κόσμος, όμως, γύρω του, δεν έβλεπε κανέναν».