Όταν ήμασταν παιδιά εκεί γύρω στην γειτονιά, ήταν μια γριούλα αθυρόστομη αρκετά, αλλά ακόμα και τα βρισίδια της ξεστομίζονταν με αγάπη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω πως ,αλλά, όταν ερχόταν ο καιρός των καλάντων, πηγαίναμε σε εκείνη την γριούλα και μας άρχιζε στα αναθεματα, αφού της τα ‘χαμε πει εμείς, μας τα λεγε κι εκείνη . Αφού ,λοιπόν της τα λέγαμε και μας έδινε το καθιερωμένο μπαξίσι, έμπαζε ένα τσούρμο παιδιά και έφτιαχνε ζεστό γάλα, μπισκοτάκια, μελομακάρονα και μας έδινε ευχές να προκόψουμε, συνοδευόμενες (οι ευχές) από βρισίδια, όπως για λόγου χάρη:
- Κοιτάξτε κωλόπαιδα να γίνεται καλοί άνθρωποι! Να δίνετε στους φτωχούς, να αγαπάτε τα ζώα γιατί κι εμείς οι άνθρωποι ζώα είμαστε! Μαρία αα(έτσι λεγόταν η αγανακτησμένη κόρη της) έλα μωρή κι αυτό το μούλικο λερώθηκε πως θα το δει η μάνα του έτσι! Ρε κέρατα δεν σου ‘πα να πίνεις σιγά σιγά το γάλα? Γαμώ το φελέκι μου!
Αφού μας ξεπόρτιζε, εμείς για κάποιο ανεξήγητο λόγο, μέσα στην ημέρα επιστρέφαμε ακόμα κάνα δυό - τρεις φορές ίσως γιατί ως παιδιά αισθανόμασταν την αγάπη της και την καλοσύνη της, ίσως πάλι “βλέπαμε “ μέσα στα μάτια της, το φως της ψυχής της , τα κρυμμένα αγγελικά φτερά της, δεν ξέρω , δεν θυμάμαι ,πάει πολύς καιρός από τότε ,που η παιδική αθωότητα με εγκατέλειψε, παίρνοντας μαζί και την καθαρή ματιά που είχα ως παιδί. Για την γιαγιά εκείνη, όλη η χρονιά, ήταν ημέρα Χριστουγέννων...
Σε αυτούς τους καιρούς που ζούμε, είναι ακόμα πιο φανερό, πως όσα χρήματα κι αν κερδίζουμε, ό,τι αμάξι κι αν οδηγούμε, όσα τετραγωνικά διαμερίσματος κι αν πιάνουν οι φιλόδοξες υπάρξεις μας, ένα είναι είναι σημαντικό και η ζωτικότητα του κάνει εκκωφαντικό κρότο, είναι οι άνθρωποι αυτοί που θεωρούμε δεδομένη την παρουσία τους στην καθημερινότητα μας ,που νιώθουμε ελεύθεροι κι ασφαλείς να βγάζουμε τον χειρότερο εαυτό μας μπρόστα τους , που καταλαβαίνουμε την αξία τους στα δρώμενα της ζωή μας , μόνο , αν φανταστούμε ή ζήσουμε με την έλλειψη αυτών στην ζωή μας… Είναι σημαντικό να ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι , αλλά και οι αγαπημένοι μας, πως τους χρειαζόμαστε επειδή τους αγαπούμε και δεν τους αγαπούμε, επειδή τους χρειαζόμαστε.
Εκείνη σαν ήξερε τον μισεμό μας, ετοίμαζε φαγητό, που μοσχοβόλαγε η γειτονιά, όλος ο μαχαλάς μύριζε πατάτες με αρνάκι στο φούρνο και κάθε λογής νοστιμιές. Μας έστρωνε και η πόρτα ήταν ανοιχτή, μη διστάσει από ντροπή, και δεν μπει κάνα παιδί . Η γιαγιά κατευθείαν το άρπαζε και το κάθιζε να φάει.. Ίσως μας έλκυε η παράδοξη αυτή αγάπη της, ίσως επειδή το σπίτι της ήταν, αυτό της ζεστής, τρυφερής, αθυρόστομης γιαγιάς.. Ίσως απλά, νιώθαμε την αγάπη της, ακόμα κι αν γαμωσταύριζε την κόρη της, που η κόρη της, της έλεγε να σταματήσει να το κάνει αυτό σε ξένα παιδιά γιατί μπορεί να βρουν κάνα μπελά! Κι εκείνη γύρναγε με τα μάτια ανοιχτά και με έκπληξη και της ανταπαντούσε με στόμφο, με αγάπη και διάθεση συμβουλευτική:
-Κόρη μου! Εγώ βλέπω παιδιά! Κι όταν κάποιος χτυπά την πόρτα μας, όποιος κι αν είναι τον δεχόμαστε, τον ταγίζουμε και μετά πάει στην ευκή του Θεού! Όταν όμως χτυπάνε παιδιά την πόρτα, αλίμονο αν αυτή η πόρτα δεν τους ανοίξει και δεν τα καλωσορίσει ! Τότε όλο το σπίτι θα πέσει πάνω στους νοικοκυραίους του!
Κάθε χρόνο, αυτό ήταν το καταφύγιο, όπως αργότερα έμαθα, για πολλά παιδιά, και των γύρω γειτονιών... Όταν “έφυγε”, για να συναντήσει και να '' ψάλλει'' και τον Άγιο Πέτρο, τα Χριστούγεννα, η γειτονιά σταμάτησε να έχει την βουή και την χαρά, που είχε… Το σπίτι, που μας περίμενε πάντα ανοιχτό, δεν ήταν ανοιχτό, ζεστό και μυρωδάτο πια. Δεν θα ακούγαμε πλέον την φωνή εκείνη,
- Κόρη άνοιξε! Ήρθαν τα παιδιά αα! Τα παιδιά! Κάτσε να τα δω μωρέ πως ψήλωσαν! Ρε καθίκι μην σκαλίζεις την μύτη! Οι καλικάντζαροι θα στην κλέψουν!
Πεταγόταν η Ηλιάννα,
- Δεν υπάρχουν! Η γιαγιά έβαζε τα χέρια στην μέση και καμωνόταν :
-Και που το ξέρεις εσύ, μαρή Χάιδω πως δεν υπάρχουν? Λογαριασμό θα σου δώσουν βρε; Εσένα μικρή λογού, θα σου φάνε και την γλώσσα!
Η είδηση του θανάτου της, μας πάγωσε όλα τα παιδιά... Όταν περνάγαμε έξω από το σπίτι, έξω από το σπίτι μας, κοιτάγαμε και χτυπάγαμε την πόρτα, μήπως ήταν ψέμα… Μήπως άνοιγε ξανά η πόρτα και καθώς άνοιγε η πόρτα, να άνοιγε και η λατρευτή αγκαλιά της γιαγιάς εκείνης, της γιαγιάς όλων των παιδιών του μικρού κι ασήμαντου μαχαλά μας... Ίσως το κάναμε, επειδή δεν μπορούσαμε να δεχτούμε πως έκλεισε και μαράζωσε έτσι το σπίτι των παιδιών…
Χρόνια μετά σαν πέρασα, ώριμος άνθρωπος πια, από τον ίδιο δρόμο, άκουσα φωνές και μύρισα τις ίδιες μυρωδιές σαν τότε και ασυνείδητα κοίταξα προς τα μέσα, και περίμενα εκείνη την φωνή, να μου πει πάλι,
-Πού πας τσούπρα; Σαν πας στο μπακάλικο, πάρε δύο οκιές καφέ κι έλα μετά, να σε φιλέψω γιαβρί μου!
Εύχομαι, φέτος να αγαπήσουμε λίγο παραπάνω τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Εύχομαι να γίνουμε όλοι, σαν αυτή την τρελή, αθυρόστομη γριούλα, με την πελώρια αγκαλιά και την γλυκιά, σαν μελομακάρονο, καρδιά! Καλές μας γιορτές!