Τι να φταίει;
Γράφει ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗΣ
Δημοσίευση 4/12/2021
Τέτοιες μέρες με βοριάδες που κάνουν τα τζάμια να τρίζουν, τα κεραμίδια να στάζουν, τα δέντρα να χάνουν μεγάλα κλαριά τους κάποιες ψυχές ξεχασμένες από θεό και ανθρώπους προσπαθούν να προφυλαχτούν και να διώξουν κάτι που τους ενοχλεί.
Γιατί οι άλλοι, εμείς δηλαδή, η κοινωνία το έχουν χαρακτηρίσει κακό, αποτρόπαιο, παράνομο. Ένα τέτοιο γεγονός, που στα παλιά χρόνια σημάδευε τους ανθρώπους, καθόταν πάνω τους σαν ρετσινιά, περιγράφει σε χρονογράφημά του, ο Στράτης Μυριβήλης, κατά τον Γενάρη του μακρινού 1926. Τότε παρόμοια θέματα συνηθιζόταν να παρουσιάζονται, στις εφημερίδες, με όλα τα στοιχεία τους, ονόματα, περιοχές της πόλης. Έτσι εκτός της δύσκολης θέσης που βρισκόταν το άτομο μάθαιναν κι οι άλλοι την κατάστασή του κι ήταν αρνητικά δακτυλοδεικτούμενο από κει και πέρα.
Ένα τέτοιο βράδυ δυο σκιές, ενός μη νόμιμου ζευγαριού, παράτησαν σ’ ένα χαντάκι στην είσοδο της Μυτιλήνης κάτι σαν δέμα. Οι γείτονες που νοιάστηκαν είδαν ότι ήταν ένα φασκιωμένο, αβάφτιστο βρέφος, καθώς έγραφε το σημείωμα που το συνόδευε.
Το πήραν και αντί να φροντίσουν για την υγεία του βρήκαν παπά κι άρχισε μια προσπάθεια μεταφοράς του βρέφους, της κολυμπήθρας και των χρειαζούμενων μες τα μεσάνυχτα, την παγωνιά και το σκοτάδι σε παρακείμενο εκκλησάκι για να βαφτιστεί, μη τυχόν και πάει αβάφτιστο. Μ’ αυτά κόντεψαν να το πεθάνουν, για να κάνουν το πρέπον θρησκευτικά και κοινωνικά.
Ο Μυριβήλης τους περιλαβαίνει όλους με την πένα του. Πρώτα τους γείτονες οι οποίοι «είναι οι ίδιοι θύματα και δημιουργήματα του κοινωνικού και ψευτοηθικού συστήματος μέσα στο οποίο κινούμεθα όλοι». Γιατί έτσι «τους άφησε να πιστεύουν το σκολειό τους, η παράδοσίς τους και η θρησκεία του, διδασκόμενη από αμαθείς και αισχροκερδείς παπάδες». Πάει μετά στους παπάδες και διαπιστώνει ότι είναι «αμόρφωτοι, κακοπληρωμένοι, άκαρδοι και απολίτιστοι και εντούτοις τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία τους επιτρέπει να εξασκούν το επάγγελμα του ’’αντιπροσώπου του Χριστού’’».
Θυμήθηκα τούτα με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του μικρού Ρομά κοριτσιού στη μηχανικά ανοιγόμενη πόρτα, όπου όλοι προσπερνούσαν με αδιαφορία και μετά έψαχναν για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κτηρίου, για την ευαισθησία των περαστικών, των φορέων, του κράτους. Κι αυτό μέχρι να σιγάσει ο αχός όλων μας, μέχρι να γίνει άλλο ένα παρόμοιο γεγονός.
Μήπως «είμαστε μια κοινωνία αισχρών Φαρισαίων, ένα πλήθος τάφων λαμπρώς κεκονιαμένων έξωθεν, αλλά με βρωμερόν περιεχόμενον», όπως γράφει ο χρονογράφος; Κι αν αναφωνήσουμε μαζί του στο τέλος «Πούντος όμως ο νέος Μεσσίας που θα γκρεμίσει για να ξαναχτίσει;», θα γίνει κάτι ή πρέπει να γίνουμε εμείς οι εκδικητές και η νέα σπορά πάνω στα άρρωστα μυαλά;