Να κλαις ή να γελάς
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΛΑΔΙΤΗΣ
Δημοσίευση 16/10/2021
Λόφος Ξενία, φοιτητική λέσχη, γύρω στις εφτά το βράδυ.
Ο φίλος μας , εκτός των άλλων ''ενασχολήσεων'' του, είναι και φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Από τις έξι το πρωί είναι στο πόδι. Έχει προηγηθεί ένα εξαντλητικό δωδεκάωρο - δουλειά και μετά απ' ευθείας σχολή - και αποφασίζει να πάει για φαγητό.
Φτάνει στο εστιατόριο και νοιώθει λίγο τυχερός γιατί δεν έχει τη συνηθισμένη ουρά. Δίνει το χαρτί του εμβολιασμού για τον έλεγχο, κάνει να μπει μέσα, όμως ...
- Συγνώμη, δεν μπορείτε να μπείτε. Το μηχάνημα δεν μπορεί να ''διαβάσει '' το χαρτί.
- Γιατί χάλασε; Και τι φταίω εγώ;
-Όχι, δεν χάλασε, αλλά με τα χαρτιά έχει πρόβλημα. Αν είχατε τηλέφωνο...
Βγάζει το κινητό του και
-Έχω τηλέφωνο, νάτο , αλλά τι το θέλετε;
-Όχι τέτοιο . Αν είχατε από τα καινούργια, και είχατε και την εφαρμογή, τότε το μηχάνημα θα το διάβαζε.
-Δηλαδή. τώρα που δεν έχω από τα καινούργια , και σεις είστε ανίκανοι να κάνετε τη δουλειά σας, δηλαδή το μηχάνημα, εγώ θα μείνω νηστικός;
-Δυστυχώς... λόγω κορωνοιού... τέτοιες εντολές έχουμε.
Έμεινε εμβρόντητος και δίβουλος. Το δίλλημα του τίτλου του κειμένου, επιτακτικό. Να βάλει τα κλάματα για το μέγεθος της ''βλακείας'' που αντιμετώπιζε η τα γέλια; Προτίμησε το δεύτερο.
-Ρε δεν πάτε να ''πνιγείτε'', άχρηστοι.( Βέβαια ,άλλο τους έστειλε να κάνουν, αλλά τέλος πάντων...) Τους σιχτίρισε κι' έφυγε.
Μια μέρα αργότερα, πάλι στο λόφο, εννιά το βράδυ. Μόλις έχει τελειώσει το μάθημα. Όρθιο πτώμα από τη κούραση, όμως από φαί , εντάξει. Σήμερα έκανε τα κουμάντα του έγκαιρα. Χτύπησε ένα σάντουιτς κατά τις τρεις, και τώρα τρέχει να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο.
Το προλαβαίνει ,όμως ... χαμός. Ο ορισμός του ''πατείς με - πατώ σε''.
Μέσα, εκατό πενήντα δύο άνθρωποι, κι' ένας αυτός, ο τελευταίος, εκατό πενήντα τρεις.
Η κατάσταση, αυτή τη φορά, δεν ήταν ούτε καν για γέλια. Αγανακτεί, σκυλοβρίζει, στέλνει ακόμα μια φορά τους υπεύθυνους γι' αυτό το ρεζιλίκι να πάνε να ''πνιγούν'', προτιμά να μη γίνει ο εκατοστός πεντηκοστός τρίτος επιβάτης του λεωφορείου, και το κόβει με τα πόδια.
Στο δρόμο σκέφτεται '' Εντάξει, εγώ στάθηκα τυχερός. Ήμουνα τελευταίος, είδα τι γινόταν και τη κοπάνησα. Οι άλλοι όμως; Αυτοί που ήταν παστωμένοι μέσα σ'αυτή τη κονσέρβα με ρόδες, τι φταίνε; Όχι μάσκες, αλλά στολές κοσμοναυτών να φορούσαν, πάλι δεν θα τη γλύτωναν. Έστω κι' ένας μόνο να ήταν ''φορέας'' δεν τη γλυτώνει ούτε ο βενζινάς που έβαλε στο λεωφορείο πετρέλαιο.''
Ύστερα ,θυμήθηκε τα χτεσινά, τάβαλε δίπλα - δίπλα με τα σημερινά, και ότι ''γαλλικά'' ήξερε του ανέβηκαν στο στόμα.
Μπιπ- μπιπ, μπιπ-μπιπ, μπιπ- μπιπ, ο εκνευριστικός, ηλεκτρονικός ήχος του κινητού του τον ξύπνησε. Η ώρα ήταν έξη το πρωί και στις εφτά έπρεπε να ήταν στη δουλειά του.
Σηκώνεται, αρχίζει να ετοιμάζει τον καφέ του, και πατά το το κουμπί της τηλεόρασης ,έτσι από συνήθεια, για να μουρμουρίζει κάποιος στο δωμάτιο.
Εκεί, ανάμεσα στη δεύτερη και τρίτη γουλιά καφέ, το μάτι του πήρε, στα πεταχτά, στο γυαλί κάποιες φάτσες που κάτι λέγανε για τον κορωνοϊό.
Με σοβαρό- λυπητερό ύφος κάποια έλεγε κάτι νούμερα για κρούσματα και θύματα, και κάτι για κλίνες και ΜΕΘ.
Ύστερα κάποιοι άλλοι, με ύφος δημοδιδασκάλου της δεκαετίας του πενήντα, αρχίζουν να κουνούν το δάχτυλο, γιατί, λέει, κάποιοι νεαροί κάνανε κορωνοπάρτυ στην ταράτσα του σπιτιού τους, και κάποια ταβέρνα, που την κλείσανε όμως μετά, είχε μουσική, και κάποια άτομα ήταν όρθια, και κάποιοι άλλοι αρνούνται να κάνουν εμβόλια, και όλοι αυτοί είναι ανεύθυνοι, κι αυτοί που είναι υπεύθυνοι, δεν πρέπει, λέει, να συγχρωτίζονται και να μαζεύονται πολλοί, και πρέπει λέει να μην είμαστε ανεύθυνοι, και λέει,λέει.λέει.
Νευρίασε. Του' ρθαν στο μυαλό όλα μαζί.
Το πάστωμα στο λεωφορείο, το ολίγον πάστωμα στις αίθουσες, το πάστωμα στις ουρές για να μπουν στις αίθουσες, το πάστωμα στην ουρά για να μπουν στην λέσχη.
Θυμήθηκε το πάστωμα μέσα στο αεροπλάνο όταν πήγαινε κι όταν γυρνούσε απ' την Αθήνα, το πάστωμα στο λεωφορείο για να πάει στο αεροπλάνο και για να φύγει απ' το αεροπλάνο, θυμήθηκε το πάστωμα στο μετρό, στο τρόλευ, στο λεωφορείο, ακόμα και στο ταξί που πήρε ακριβώς για ν' αποφύγει το πάστωμα.
Τα θυμήθηκε όλα μονομιάς.
- Βρε, άι σιχτίρ πρωί πρωί, Φαρισαίοι. Δεν πα να... λέω εγώ;