
Από το 2026 αλλάζει ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο καταγράφεται και παρακολουθείται η εργασία στην Ελλάδα, με την πλήρη παραγωγική λειτουργία του ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ στις 16 Φεβρουαρίου 2026. Η αγορά εργασίας περνά σε ένα ενιαίο ψηφιακό περιβάλλον, όπου η απασχόληση παύει να δηλώνεται αποσπασματικά και αποτυπώνεται σε πραγματικό χρόνο.
Το ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ στην ουσία αλλάζει την λογική καταγραφής της εργασίας, μετατρέποντάς το σε ένα ζωντανό ψηφιακό μητρώο απασχόλησης. Για πρώτη φορά, όλες οι μορφές εργασιακής σχέσης, όπως η πλήρης, η μερική, η εκ περιτροπής, η παράλληλη απασχόληση και ο δανεισμός εργαζομένων, καταγράφονται με ενιαία κωδικοποίηση και κοινή βάση δεδομένων.
Για τις επιχειρήσεις, η αλλαγή είναι άμεση. Οι διαδικασίες πρόσληψης, μεταβολής όρων εργασίας και λύσης της εργασιακής σχέσης ενοποιούνται σε ενιαίες ψηφιακές ροές. Δηλώσεις που έως σήμερα απαιτούσαν πολλαπλά έντυπα και αυστηρή παρακολούθηση προθεσμιών συγκεντρώνονται σε μία διαδικασία, μειώνοντας τον διοικητικό φόρτο, ιδιαίτερα για επιχειρήσεις με σύνθετα σχήματα απασχόλησης.
Για τους εργαζόμενους, το νέο σύστημα μπορεί να αποτελέσει εργαλείο διαφάνειας. Η καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δυσκολεύει τη μαύρη και υποδηλωμένη εργασία και περιορίζει τις γκρίζες ζώνες που χαρακτήριζαν μορφές όπως η μερική ή η εκ περιτροπής απασχόληση. Οι εργαζόμενοι αποκτούν πρόσβαση στα δηλωμένα στοιχεία τους και μπορούν να γνωρίζουν το καθεστώς απασχόλησης, το ωράριο και τις αποδοχές που εμφανίζονται επισήμως.
Ωστόσο, το ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ δεν είναι από μόνο του εγγύηση προστασίας. Το σύστημα καταγράφει δηλώσεις και όχι την πραγματική εμπειρία εργασίας. Αν το δηλωμένο ωράριο είναι νόμιμο αλλά στην πράξη ζητούνται απλήρωτες υπερωρίες ή παραβιάζονται δικαιώματα, το ψηφιακό μητρώο δεν μπορεί να το αποτυπώσει χωρίς ελέγχους και καταγγελίες.
Μια δεύτερη παγίδα αφορά την κανονικοποίηση της ευελιξίας. Όταν όλες οι μορφές απασχόλησης εμφανίζονται ισότιμα στο σύστημα, υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθούν φυσιολογικές εργασιακές σχέσεις που στην πράξη συμπιέζουν εισόδημα και σταθερότητα, ιδίως σε κλάδους με χαμηλή διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.
Παράλληλα, η αυξημένη διαφάνεια ενδέχεται να μετακυλίσει μέρος της ευθύνης στον ίδιο τον εργαζόμενο. Η πρόσβαση στα στοιχεία μπορεί να οδηγήσει στην αντίληψη ότι ο εργαζόμενος όφειλε να εντοπίσει και να καταγγείλει έγκαιρα μια παρατυπία, ακόμη και σε περιβάλλοντα όπου η ανασφάλεια και ο φόβος απώλειας εργασίας λειτουργούν αποτρεπτικά.
Το ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ αποτελεί επίσης τη βάση για την επόμενη φάση της μεταρρύθμισης, το έργο ΑΡΙΑΔΝΗ, που στοχεύει στη διασύνδεση των δεδομένων απασχόλησης με το πληροφοριακό σύστημα του e ΕΦΚΑ. Η ενοποίηση εργασιακών και ασφαλιστικών στοιχείων αναμένεται να μειώσει τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις και τις ασυμφωνίες που σήμερα προκαλούν καθυστερήσεις και ελέγχους.
Κεντρικός άξονας της μεταρρύθμισης είναι η αρχή Once Only, σύμφωνα με την οποία τα στοιχεία δηλώνονται μία φορά και αξιοποιούνται αυτόματα από τη δημόσια διοίκηση. Για τα λογιστήρια αυτό σημαίνει λιγότερη επαναλαμβανόμενη εργασία και μικρότερο κίνδυνο τεχνικών λαθών. Για τους εργαζόμενους όμως, η ουσιαστική προστασία θα κριθεί από το αν η ψηφιακή διαφάνεια συνοδευτεί από πραγματικούς ελέγχους και αποτελεσματική επιθεώρηση εργασίας.
Το νέο σύστημα μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των εργαζομένων μόνο εφόσον δεν περιοριστεί σε μια ψηφιακή αποτύπωση νομιμότητας, αλλά χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ουσιαστικού ελέγχου. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα τέλειο μητρώο δηλωμένης κανονικότητας, όπου όλα φαίνονται σωστά στην οθόνη, αλλά όχι απαραίτητα στην καθημερινότητα της εργασίας.