
Μια από τις πιο ιδιαίτερες και βαθιά ανθρώπινες καταγραφές της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας παρουσιάστηκε στο ρ/σ του «Ν» 99 fm, μέσα από τη συζήτηση με τη σκηνοθέτρια και φωτογράφο Μαρίνα Σταμάτη. Η μικρού μήκους ταινία της, «Το Τελευταίο Άγγιγμα» (The Last Touch), έχει ήδη ταξιδέψει σε 18 διεθνή φεστιβάλ και έχει αποσπάσει 7 σημαντικές διακρίσεις, ανάμεσά τους και το πρόσφατο βραβείο στο Anatomy Crime & Horror International Film Festival 2025 στην Αθήνα.
Μια ταινία που καταπιάνεται με ένα θέμα που ελάχιστοι τολμούν να κοιτάξουν κατάματα: την περιποίηση των νεκρών. Τι συμβαίνει από τη στιγμή που αποχαιρετάμε έναν άνθρωπο στο νοσοκομείο ή στο σπίτι, μέχρι να τον συναντήσουμε ξανά στην εκκλησία; Ποιοι φροντίζουν το σώμα του; Ποιοι το αγγίζουν για τελευταία φορά;
«Η ταινία πραγματεύεται ένα πολύ δύσκολο θέμα, που είναι δύσκολο να το συζητήσει ο κόσμος, πόσο μάλλον να το δει», σημείωσε η δημιουργός. Η ίδια περιγράφει ότι η κάμερα δείχνει τι συμβαίνει στο διάστημα που για τις οικογένειες των νεκρών μοιάζει αόρατο: από τη μεταφορά του σώματος μέχρι την εμφάνισή του στην εκκλησία. Στο χρονικό αυτό κενό δρα μια κατηγορία επαγγελματιών σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό. Στην Αθήνα, όπου έγιναν τα γυρίσματα, η περιποίηση των νεκρών δεν γίνεται από τα γραφεία τελετών, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά από τους λεγόμενους θανατοπράκτες ή θανατοαισθητικούς. Πρόκειται για επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε ειδικούς χώρους μέσα στα νεκροταφεία και που, όπως εξηγεί η Σταμάτη, στην Αττική αριθμούν περίπου 25 με 30 άτομα: άνθρωποι που ειδοποιούνται με ένα τηλεφώνημα και μετακινούνται από νεκροταφείο σε νεκροταφείο για να επιτελέσουν τη δουλειά τους.
Μέρος της δυσκολίας του θέματος συνδέεται με τον τρόπο που στις δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουμε τον θάνατο. «Εμείς οι δυτικοί φοβόμαστε πάρα πολύ να συζητήσουμε για θέματα που έχουν να κάνουν με τον θάνατο, δεν μας βοηθάει και η θρησκεία μας πολύ», σχολιάζει η σκηνοθέτρια. Η εμπειρία της έρευνας και των γυρισμάτων υπήρξε για την ίδια βαθιά προσωπική. «Με τρομάζει ο θάνατος, όπως όλους. Το σκέφτομαι καθημερινά – από τη γάτα μου μέχρι τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Ίσως για να κατευνάσω αυτόν τον φόβο, επέλεξα να τον αντιμετωπίσω και από την πρακτική του πλευρά», λέει. Μέσα από τη γνωριμία της με τους επαγγελματίες και την παρακολούθηση της δουλειάς τους, όπως η ίδια ομολογεί, «ηρέμησε η ψυχή» της βλέποντας τον σεβασμό, τη λεπτότητα και τον τελετουργικό χαρακτήρα της εργασίας τους.
Η διαδικασία προσέγγισης δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε βιαστική. Πριν βγει η κάμερα, προηγήθηκαν έξι έως οκτώ μήνες συνεχούς παρουσίας της στους χώρους εργασίας τους. «Από παρατηρήτρια γίνεσαι παρατηρούμενος», εξηγεί. Χρειάστηκε να χτιστεί σχέση εμπιστοσύνης, ώστε οι ίδιοι οι επαγγελματίες να δεχτούν να εκτεθούν και να επιτρέψουν την κινηματογράφηση μέσα σε έναν χώρο τόσο ιδιαίτερο και φορτισμένο. Η εικόνα που έχει η κοινωνία για αυτούς τους ανθρώπους –«κοράκια», υπόγειοι, αμόρφωτοι, «σκοτεινοί»– διαψεύδεται πλήρως από το υλικό της ταινίας και την εμπειρία της δημιουργού: νέοι άνθρωποι, οικογενειάρχες, με χιούμορ, με κοινωνική ζωή, που παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο, πηγαίνουν για καφέ, βγαίνουν με φίλους, ενώ την ίδια στιγμή επιφορτίζονται με την τόσο λεπτή αποστολή της τελευταίας φροντίδας προς τους νεκρούς.
Το «Τελευταίο Άγγιγμα» δεν φωτίζει μόνο ανθρώπινες ιστορίες, αλλά αναδεικνύει και σοβαρά κενά στο θεσμικό πλαίσιο. Η Σταμάτη κάνει λόγο για παροχημένους νόμους, ανεπαρκείς υγειονομικούς όρους και χώρους που συχνά δεν ανταποκρίνονται στη σημασία της διαδικασίας. Σημειώνει ότι τελευταία κυβέρνηση που ασχολήθηκε, έστω επιφανειακά, με αντίστοιχα ζητήματα ήταν εκείνη του ΠΑΣΟΚ στις απαρχές του φεμινισμού και της θεσμικής συζήτησης για την ισότητα, τη δεκαετία του 1980, ενώ έκτοτε επικρατεί σιωπή. Εξηγεί επίσης ότι, στην Αθήνα, τα νεκροταφεία και οι χώροι που σχετίζονται με την περιποίηση των νεκρών υπάγονται στους δήμους και όχι στην Εκκλησία, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη πως όλα βρίσκονται υπό εκκλησιαστική ευθύνη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σύγκριση με αντίστοιχες καταγραφές στο εξωτερικό. Η Σταμάτη αναφέρει μία αμερικανική ταινία-ντοκιμαντέρ, όπου η διαδικασία εμφανίζεται σαν «υπερθέαμα», με μεγάλους, αποστειρωμένους χώρους, ανοξείδωτα κρεβάτια, λευκές ποδιές και γάντια, εικόνα πολύ κοντινή σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Στην Ελλάδα, αντίθετα, όπως περιγράφει, η κατάσταση είναι «underground»: χώροι σκοτεινοί, όχι ιδιαιτέρως φωτισμένοι ή κατάλληλοι, μακριά από το βλέμμα της κοινωνίας.
Η διεθνής πορεία της ταινίας επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα του θέματος. Το «Τελευταίο Άγγιγμα» έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα σε χώρες της Ασίας, όπως η Μαλαισία και η Ινδία, έχει ταξιδέψει σε φεστιβάλ της Ευρώπης, με συμμετοχές σε Ιταλία και Τουρκία, ενώ από κάποια φεστιβάλ, όπως λέει η σκηνοθέτρια, οι ίδιοι οι καλλιτεχνικοί διευθυντές επικοινώνησαν προσωπικά μαζί της για να τη συγχαρούν. Τόνισαν ότι δεν υπάρχει πλούσια φιλμογραφία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και ότι η καταγραφή της είναι ιδιαίτερη και σπάνια – στην Ελλάδα, ουσιαστικά ανύπαρκτη, με μόνο γραπτά τεκμήρια και καμία κινηματογραφική παράδοση.
Παράλληλα με την ταινία, η Μαρίνα Σταμάτη βρίσκεται στη Μυτιλήνη με δύο εκθέσεις στο βιβλιοπωλείο Book and Art. Η πρώτη είναι η φωτογραφική έκθεση «Συγκυρίες», ένα φωτογραφικό ταξίδι μέσα από τυχαίες συναντήσεις και μικρές ανθρώπινες στιγμές. Στις φωτογραφίες της, άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών και φύλων εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές στιγμιοτύπων που προέκυψαν «εκείνη ακριβώς τη στιγμή», όπως λέει η ίδια, όταν βρέθηκαν τυχαία μπροστά στον φακό της, κι εκείνη είχε την ετοιμότητα να πατήσει το κουμπί. Συχνά δεν μένει μόνο στο κλικ. Ανταλλάσσει ένα χαμόγελο, μια ματιά, μια σύντομη συνομιλία. Άλλοτε υπάρχει αμηχανία, ακόμη και αντίδραση, καθώς δεν είναι όλοι έτοιμοι να δεχτούν έναν άγνωστο με φωτογραφική μηχανή στο λαιμό, όμως οι περισσότερες φωτογραφίες είναι τραβηγμένες, όπως τονίζει, «με αγάπη», κάτι που φαίνεται στο βλέμμα και το στήσιμο των ανθρώπων που αποτυπώνονται στο κάδρο.
Η δεύτερη έκθεση είναι η επιστροφή των «Θηλυκοτήτων», των χαρακτηριστικών κεραμικών μορφών της Σταμάτη. Οι πρώτες «Θηλυκότητες» ήταν επηρεασμένες από τις αρχαϊκές κεραμικές κούκλες που συναντάμε πλέον στα αρχαιολογικά μουσεία – και έφεραν έντονα στοιχεία της μανταμαδιώτικης αγιοπλαστικής. Άλλωστε, η ίδια είναι έκτη γενιά αγιοπλάστρια, με οικογενειακό εργαστήρι στο Μανταμάδο, σε έναν τόπο με μεγάλη παράδοση στην αγγειοπλαστική. Τώρα, οι «Θηλυκότητες» επιστρέφουν μετά από τρία χρόνια «πιο ώριμες, πιο αλλαγμένες», με νέες φόρμες, άλλα υλικά, διαφορετικά χρώματα και πιο πλούσιες βιογραφίες. Κάθε φιγούρα έχει όνομα και δική της ιστορία, ενώ, για πρώτη φορά, οι επισκέπτριες και οι επισκέπτες θα μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να αποκτήσουν κάποια από αυτές. Η απόφαση αυτή ήρθε ύστερα από την εμπειρία της προηγούμενης έκθεσης, όταν πολλοί επισκέπτες ήθελαν να αποκτήσουν μια «Θηλυκότητα» για το σπίτι ή τον προσωπικό τους χώρο και αναγκάζονταν να ταξιδέψουν μέχρι το χωριό. Τώρα, με αφορμή και την περίοδο των γιορτών, οι μοναδικές αυτές μορφές διατίθενται ως χειροποίητα, τοπικά δώρα, μακριά από τη λογική του μαζικού, εργοστασιακού αντικειμένου.
Η ίδια η Σταμάτη δεν σταματά να σχεδιάζει καινούργια πράγματα. Συνεχίζει να ταξιδεύει, να φωτογραφίζει και να δουλεύει στο μοντάζ της επόμενης ταινίας της. Όπως λέει με χιούμορ, όσο ο κόσμος θα της λέει «ταξιδεύομαι με τις φωτογραφίες σου», εκείνη θα συνεχίσει να δείχνει στιγμιότυπα από τα ταξίδια της, με την ελπίδα «να ξεκουνηθούν» όσοι μένουν καθηλωμένοι στον καναπέ. Δεν χρειάζεται, όπως αναφέρει, να φτάσει κανείς μέχρι τη Ναμίμπια ή την Αιθιοπία· υπάρχουν υπέροχα μέρη και πιο κοντά, ακόμη και στην Αλβανία, αλλά και σε λιγότερο προβεβλημένες γωνιές της Ευρώπης.
Κλείνοντας τη ραδιοφωνική συζήτηση, η ίδια αναγνώρισε ότι το πρώτο μέρος της, αφιερωμένο στον θάνατο και την περιποίηση των νεκρών, ίσως να τρόμαξε κάποιους ακροατές. Όμως, όπως δείχνει η πορεία της ταινίας της, η τέχνη έχει τη δύναμη να ανοίγει δρόμους ακόμη και στα πιο δύσκολα θέματα, να δίνει φωνή στους αόρατους και να μετατρέπει το «τελευταίο άγγιγμα» σε μια πράξη βαθύτατου σεβασμού και ανθρωπιάς.