
Με αφορμή την 19η Νοεμβρίου, παγκόσμια ημέρα ενάντια στην κακοποίηση των παιδιών, και την 20ή Νοεμβρίου, ημέρα για τα δικαιώματα του παιδιού, στο ρ/σ του «Ν» 99 fm ανοίξαμε μια δύσκολη αλλά αναγκαία συζήτηση: τι συμβαίνει στην Ελλάδα όταν ένα παιδί καταγγέλλει σεξουαλική κακοποίηση και ποιο είναι στην πράξη το «σύστημα παιδικής προστασίας» που υποτίθεται ότι το στηρίζει;
Μιλήσαμε με την ερευνητική δημοσιογράφο Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, από την ανεξάρτητη δημοσιογραφική ομάδα The Manifold, που εδώ και χρόνια ερευνά σε βάθος τις υποθέσεις σεξουαλικής βίας σε βάρος παιδιών και όσα ακολουθούν στις αίθουσες των δικαστηρίων και στις κρατικές υπηρεσίες.
Eρευνα που ξεκίνησε από την παιδική φτώχεια και οδήγησε στο «χάος» της παιδικής προστασίας
Η ομάδα The Manifold, όπως εξήγησε η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, λειτουργεί ανεξάρτητα από εκδότες, συμμετέχοντας –όπως πολλές ερευνητικές ομάδες διεθνώς– σε διαγωνισμούς που χρηματοδοτούν δημοσιογραφικές έρευνες. Άλλοτε οι προτάσεις γίνονται δεκτές, άλλοτε όχι. Έτσι, από το 2018 άνοιξαν συστηματικά τον φάκελο «καθεστώς παιδικής προστασίας» στην Ελλάδα.
Η αφετηρία δεν ήταν η σεξουαλική κακοποίηση, αλλά η παιδική φτώχεια στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Μέσα από συνεντεύξεις και ρεπορτάζ για τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, η ομάδα συνέλεγε διαρκώς υλικό που «δεν χωρούσε» στα τότε δημοσιεύματα. Μέσα από αυτές τις μαρτυρίες, όμως, αναδυόταν μια επαναλαμβανόμενη εικόνα:
Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να «ενωθούν τα κομμάτια του παζλ» και να χαρτογραφηθεί συνολικά το τι συμβαίνει. Η έρευνα ξεκίνησε συγκριτικά, ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο. Το 2018, όταν η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου βρέθηκε στην Κύπρο, η χώρα εγκαινίαζε το πρώτο «σπίτι του παιδιού» – έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο για τη λήψη καταθέσεων από παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.
Tι είναι το «σπίτι του παιδιού» – και τι (δεν) έγινε στην Ελλάδα
Τα «σπίτια του παιδιού» είναι δομές που δημιουργήθηκαν ακριβώς επειδή η διεθνής εμπειρία έδειξε ότι τα παιδιά θύματα αναγκάζονται να ξαναζούν την κακοποίηση, επαναλαμβάνοντας την ιστορία τους σε πολλούς και διαφορετικούς ενήλικες: αστυνομικούς, κοινωνικές λειτουργούς, ψυχολόγους, παιδιάτρους, ιατροδικαστές, σχολικούς ψυχολόγους.
Η ιδέα είναι απλή και ανθρώπινη: να πηγαίνουν οι ειδικοί σε έναν ασφαλή, φιλικό χώρο, αντί να πηγαινοέρχεται το παιδί σε υπηρεσίες όπως τα αστυνομικά μέγαρα.
Στην Ελλάδα είχε ψηφιστεί νόμος για τη δημιουργία πέντε τέτοιων κέντρων. Όμως, όπως σημείωσε η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, το πρώτο «σπίτι του παιδιού» άρχισε να λειτουργεί μόλις τον Νοέμβριο του 2021 στην Αθήνα (που στην πράξη καλύπτει Αθήνα και Πειραιά), ενώ μόλις πρόσφατα ξεκίνησε ένα ακόμη στη Θεσσαλονίκη. Τα υπόλοιπα που προέβλεπε ο νόμος, δεν λειτουργούν.
Κι ακόμη κι εκεί όπου υπάρχουν, η πραγματικότητα απέχει από όσα γράφει ο νόμος: παρότι προβλέπεται ότι από τη στιγμή που λειτουργούν τα «σπίτια του παιδιού» απαγορεύονται άλλες διαδικασίες, στην πράξη «μέχρι σήμερα είναι αμφίβολο πού θα εξεταστεί ένα παιδί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης».
Eνα παιδί ανά τάξη κινδυνεύει με βιασμό ή απόπειρα
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του φαινομένου, η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία:
Με απλά λόγια: σε μια σχολική τάξη με περίπου 30 παιδιά, ένα παιδί έχει αντιμετωπίσει ή θα αντιμετωπίσει βιασμό ή απόπειρα βιασμού.
Κι όμως, μιλάμε για ένα έγκλημα με τεράστια υποκαταγραφή. «Δύο από τα 100 περιστατικά θα φτάσουν στις αρχές», υπογράμμισε. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της σεξουαλικής βίας σε βάρος παιδιών δεν καταγράφεται ποτέ στο επίσημο σύστημα.
Οι θύτες δεν είναι «ο άγνωστος στο δρόμο»
Ένα από τα πιο επίμονα στερεότυπα που κατέθεσε η δημοσιογράφος αφορά την εικόνα του θύτη. Δεν πρόκειται για τον «άγνωστο κύριο με τις καραμέλες» που μας έλεγαν παλιότερα οι γονείς.
«Στη συντριπτική πλειοψηφία», είπε, οι θύτες είναι μέσα στον στενό κύκλο εμπιστοσύνης του παιδιού: ο πατέρας, ο παππούς, ο φίλος της οικογένειας, ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο ιερέας.
Η σεξουαλική κακοποίηση δεν κάνει ταξικές, εθνοτικές ή άλλες διακρίσεις: θύματα μπορεί να είναι παιδιά από κάθε κοινωνική τάξη, κάθε καταγωγής, προσφυγικής, μεταναστευτικής ή μη.
Κι όμως, παρότι αυτό είναι σήμερα «κοινός τόπος» στη διεθνή βιβλιογραφία, στην Ελλάδα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ένα ανησυχητικό φαινόμενο: Όταν καταγγέλλεται πατέρας για σεξουαλική κακοποίηση, «είναι σαν όλο το σύστημα να αδυνατεί να το πιστέψει» και να προτιμά την εκδοχή ότι η καταγγελία είναι ψευδής, προϊόν «συγκρουσιακού διαζυγίου» και «εργαλειοποίησης του παιδιού» από τη μητέρα.
Η «γονική αποξένωση» ως εργαλείο αντιστροφής ρόλων
Στο σημείο αυτό η Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου εξήγησε πώς η ψευδοθεωρία της «γονικής αποξένωσης» (parental alienation) αξιοποιείται ως μηχανισμός απονομιμοποίησης των καταγγελιών.
Η θεωρία αυτή ξεκίνησε από τον δικαστικό πραγματογνώμονα Ρίτσαρντ Γκάρντνερ, με «απολύτως αμφιλεγόμενες απόψεις», όπως ότι «όλοι έχουμε λίγη παιδοφιλία μέσα μας». Παρ’ όλα αυτά, βρήκε πρόσφορο έδαφος διεθνώς και –έστω με καθυστέρηση– και στην Ελλάδα.
Την προωθούν «ισχυρά λόμπι ανδρικών δικαιωμάτων» και ειδικοί που συνεργάζονται μαζί τους, ενώ αναφέρθηκε και στη συζήτηση στη Βουλή για τον νόμο της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας το 2021. Σύμφωνα με την ίδια, η θεωρία της «γονικής αποξένωσης» λειτουργεί ως πλήρης αντιστροφή: Ο καταγγελλόμενος θύτης εμφανίζεται ως «θύμα σκευωρίας», η μητέρα που εκπροσωπεί το παιδί στη διαδικασία παρουσιάζεται ως χειριστική, και η καταγγελία ερμηνεύεται ως απόπειρα «να κοπεί η σχέση με τον πατέρα».
Χαρακτηριστική είναι η επίπτωση στο ποινικό και αστικό σύστημα: από μητέρες που διώκονται για «γονική αποξένωση» (έννοια που δεν αποτελεί αυθύπαρκτο αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα) μέχρι την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 312, όπου η ψυχολογική κακοποίηση (και μέσα από την επίκληση της «γονικής αποξένωσης») εξισώνεται με σωματική, δημιουργώντας ένα νέο εργαλείο δίωξης για όσες στέκονται στο πλευρό των παιδιών.
Από τις αίθουσες των δικαστηρίων στα «στρατόπεδα επανένωσης»
Η ερευνήτρια θύμισε ότι, ήδη από το 2021, το The Manifold είχε γράψει για τα «στρατόπεδα επανένωσης» στις ΗΠΑ: παιδιά που καταγγέλλουν κακοποίηση απομακρύνονται βίαια από τον ασφαλή γονέα, μπαίνουν σε κλειστές δομές, «κόβονται» πλήρως από το περιβάλλον τους, με σκοπό να «καθαρίσει το μυαλό τους» και στη συνέχεια να επιστραφούν στον καταγγελλόμενο γονέα.
«Όταν το γράφαμε αυτό, δεν πιστεύαμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα», παραδέχτηκε. Όμως, τον Ιούνιο του 2025, μια υπόθεση που ερεύνησαν ανέτρεψε αυτή τη βεβαιότητα: παιδιά που είχαν καταγγείλει τον πατέρα τους για σεξουαλική κακοποίηση, είδαν την καταγγελία να μπαίνει στο αρχείο, ένα αστικό δικαστήριο να του αποδίδει την επιμέλεια και την Εισαγγελία Ανηλίκων να διατάσσει:
Τηλεοπτικά πάνελ, δίκες και ο μύθος των «ψευδών καταγγελιών»
Ένα ακόμη στοιχείο είναι ο ρόλος των τηλεοπτικών εκπομπών που αναπαράγουν μονομερώς την εκδοχή των πατεράδων που κατηγορούνται. Θυμίζουμε τηλεοπτικές εβδομάδες «αφιερωμένες» σε τέτοιες αφηγήσεις, με πατεράδες γυρισμένους με την πλάτη στην κάμερα.
Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, όπως υπενθύμισε, ο συγκεκριμένος πατέρας καταδικάστηκε λίγο αργότερα σε 13 χρόνια κάθειρξη για κακοποίηση του παιδιού του – έπειτα από πλήρη αποδεικτική διαδικασία και όχι με μόνο «μία γνωμάτευση ψυχολόγου».
Παράλληλα, η δημοσιογράφος αναφέρθηκε στο φαινόμενο καταδίκης σε πρώτο βαθμό και αθώωσης στο Εφετείο, σε υποθέσεις σεξουαλικής βίας κατά παιδιών. Χωρίς να ζητά ποινές «χωρίς στοιχεία», επιμένει ότι πρέπει να δούμε κατάματα: την έλλειψη πρωτοκόλλων και εξειδικευμένων διαδικασιών, την απουσία κατάλληλων χώρων εξέτασης, και την επίδραση προκαταλήψεων και στερεοτύπων στην κρίση των δικαστών.
Χαρακτηριστική είναι η φράση που μετέφερε από διεθνή ειδικό: «Γιατί είστε τόσο σίγουροι ότι ο δικαστής κρίνει με βάση τη λογική;». Ο κακοποιητής, εξηγεί, έχει συχνά υψηλή ικανότητα αυτοπαρουσίασης, χειραγώγησης και «γλυκιάς» εικόνας μέσα στην αίθουσα, κάτι που δυσκολεύει συναισθηματικά την αποδοχή ότι μπορεί να έχει διαπράξει «το χειρότερο έγκλημα που μπορούμε να φανταστούμε».
Λένε ότι «τα παιδιά τα βγάζουν από το μυαλό τους» – τι δείχνουν όμως τα στοιχεία;
Η συζήτηση έφτασε και σε ένα αφήγημα που ακούγεται συχνά, ακόμη και σε δικαστικές αίθουσες: ότι τα παιδιά «φτιάχνουν πράγματα με το μυαλό τους», «μπερδεύονται», δεν καταλαβαίνουν τι έχει συμβεί και δημιουργούν ψευδείς κατηγορίες.
Τα διεθνή στοιχεία, όμως, είναι σαφή: τα ποσοστά ψευδών καταγγελιών από παιδιά κυμαίνονται από κάτω του 2% έως το πολύ 10% στις πιο «γενναιόδωρες» έρευνες.
«Τα παιδιά κατά κανόνα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν καταγγέλλουν ψευδώς», τόνισε η δημοσιογράφος. Παιδιά 6, 7, 8, 9, 10, 11 ετών δεν μπορούν να παραμένουν σε μια λεπτομερή αφήγηση πραγμάτων που «δεν θα έπρεπε καν να γνωρίζουν», αν αυτά δεν έχουν συμβεί.
Και θέτει ένα απλό ερώτημα που συχνά αποσιωπάται: εάν ένας πατέρας είναι τρυφερός, στοργικός, αγαπητός, τι κίνητρο έχει ένα παιδί να τον καταγγείλει; Τι κερδίζει ένα παιδί που τρέμει, κλαίει και χτυπιέται όταν τον βλέπει, αρνούμενο να πάει κοντά του;
Παρά τα στοιχεία, σε κάποιες επιμορφώσεις προς δικαστές, όπως αποκάλυψε, ειπώθηκε ότι «ειδικά όταν ακούτε για ασέλγεια σε βάρος παιδιού, μία στις δύο καταγγελίες είναι ψευδής» – χωρίς καμία τεκμηρίωση. «Με βάση ποια στοιχεία λέμε κάτι τέτοιο;» ήταν το ερώτημα που η ίδια έθεσε δημόσια.
Ενα σύστημα χωρίς σαφή διαδρομή για το παιδί
Στο τέλος της συζήτησης, η προσπάθεια να βρεθεί «κάτι αισιόδοξο» σκοντάφτει πάνω στην πραγματικότητα: Δεν υπάρχει στην Ελλάδα ένα ξεκάθαρο, ασφαλές, ενιαίο πρωτόκολλο για το «τι κάνουμε» όταν μάθουμε ότι ένα παιδί κακοποιείται. Ναι, υπάρχουν οι τυπικές διαδρομές – αστυνομία, εισαγγελέας, δομές ψυχικής υγείας, μη κυβερνητικές οργανώσεις. Όμως ούτε όλες οι υπηρεσίες είναι εκπαιδευμένες, ούτε όλα τα παιδιά έχουν πρόσβαση σε «σπίτι του παιδιού» ή σε εξειδικευμένο προσωπικό, ειδικά στην επαρχία. Συχνά, δεν υπάρχουν ούτε επαρκή στοιχεία, ούτε ιατροδικαστικά ευρήματα (σε πολύ μικρό ποσοστό υποθέσεων), ενώ οι ίδιες οι διαδικασίες μπορεί να γίνουν τραυματικές.
Για τη Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γνωρίζουμε την πραγματική κατάσταση: «Είναι άλλο πράγμα να πηγαίνεις με πολύ αυξημένες προσδοκίες και να ματαιώνεσαι, κι άλλο να γνωρίζεις ότι η κατάσταση είναι αυτή και να προσπαθείς, μέσα σε αυτήν, να δεις πώς θα υπερασπιστείς το παιδί». Εμείς, τα ενήλικα άτομα, «είμαστε εκείνες κι εκείνοι που οφείλουμε να προστατεύσουμε, να περιφρουρήσουμε και να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά τους.»