
«Μας κλώθει η ζωή στ’ άσκημο διάβα της…
μα η ψυχή μες στην αντάρα της δεν λύγισε.»
«Ήτανε δίσεκτοι καιροί γιομάτοι ομίχλη στην καρδιά.
από το πρώτο βήμα μου μέχρι το τελευταίο.
Πάντα φυσούσε ο βοριάς απ’ της φωλιάς μου την μεριά,
όμως δεν απελπίστηκα κι ούτε ποτέ μου κλαίω...»
( Από τον «Εικοστό πρώτο αιώνα»)
Ο Δημήτρης Σιμιτσής γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1934. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε τη στέρηση και τη βιοπάλη. Με μόνη τυπική μόρφωση το Δημοτικό σχολείο - τα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου δεν άφηναν περιθώρια για περισσότερα- βρέθηκε από παιδί να εργάζεται σε πλήθος χειρωνακτικές εργασίες, στα μεροκάματα της ανάγκης και από το 1955 στα γιαπιά και τις οικοδομές. Αυτή η ίδια ζωή που τον παίδεψε , έγινε και το πρώτο του σχολείο. Στις ώρες της σιωπής, στα διαλείμματα του μόχθου, γεννιόταν ο στίχος• πάνω σε χαρτάκια, εφημερίδες, πακέτα τσιγάρων.
Αυτοδίδακτος, μα με βαθιά εσωτερική παιδεία, πορεύτηκε παράλληλα με την καθημερινή βιοπάλη και τη συλλογική δράση. Συμμετείχε στο εργατικό και ειρηνιστικό κίνημα, υπήρξε μέλος της Ε.Ε.Δ.Υ.Ε. Λέσβου και της Εταιρείας Αιολικών Μελετών και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού της Εταιρείας «Αιολικά Φύλλα».
Οι πρώτες του ποιητικές συλλογές, «Μόχθος και Ιδρώτας Α΄ και Β΄» (1977, 1978), τον καθιερώνουν ήδη εκφραστή και διερμηνευτή της ψυχής των ανθρώπων του μόχθου, των κατατρεγμένων, των αδικημένων, με τους οποίους ταυτίζεται, όντας ένας από αυτούς. «Απ’ την πληγή του κοίταξε του κόσμου την Πληγή» όπως έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος.
Γράφει διακηρύσσοντας την αποστολή του:
Να τραγουδώ μια ολόκληρη ζωή, τόχω ποθήσει/ των αδυνάτων βάσανα και των φτωχών τα πάθια./ ……Θα τραγουδώ όπου βρεθώ, στα κόντρα και το μπάσο
και θα μιλώ για εργατιά, για βάσανα για πόνο./ Έτσι το νοιώθω μέσα μου και πως να το ξεγράψω / λάθος δεν πήρα το στρατί, γι’ αυτό δε μετανιώνω.»
Στο έργο του κυριαρχεί η προτροπή για στωική αντοχή και δράση ενάντια στο Λοιμό (τις μεγάλες δυσκολίες, τις πληγές) «μέσα στην στράτα πούγινε δύσβατη ανηφόρα, μέσα στ’ ανεμοδαρσίματα, όποια κι αν έρθει μπόρα.»
«Τι κι αν οι πίκρες σου δεν έχουν τελειωμό…/ πρέπει ν’ αντέχεις να παλεύεις το Λοιμό…».
Παράλληλα ο ποιητής ασκεί σκληρή κοινωνική κριτική. Στο «Νέα Τάξη» καταγγέλλει τη φτώχεια, τη βία και τον αφανισμό των λαών, καλώντας τους πνευματικούς ανθρώπους σε εγρήγορση:«Αφήστε τ’ όνειρο, μη ζήτε μ’ ουτοπίες•/ας γίνουνε τα φώτα σας λεπίδες,/για ν’ αποτρέψουν τον καινούργιο χαλασμό.»
Μα και οι υπαρξιακές του ανησυχίες είναι έντονες. Η βασανιστική αναζήτηση του «Γιατί» μέσα στον πόνο:«Σαν το τρυγόνι που θρηνεί μες την σπασμένη φτέρη /και σαν το γκιόνη που ζητάει χαμένον αδελφό,/περιπλανώμενο πουλί στου χαλασμού τ’ αγέρι/μες το μυαλό μου το «Γιατί» ψάχνω κι αναζητώ.».
Στον ποιητικό απολογισμό του, ο Σιμιτσής θεωρεί πως ζωή του, όσο κι αν ήταν πονεμένη, δικαιώνεται από τη δημιουργία και την προσφορά στους συνανθρώπους του.«Στ’ αλήθεια χαίρεται κανείς μονάχα όταν δίνει…/ χαλάλι πάει ο κόπος μου κι η προσφορά θα μείνει.»
Η συλλογή «Εικοστός πρώτος Αιώνας», η έκτη κατά σειρά, συνοψίζει όλη του τη διαδρομή. H κοινωνική ευαισθησία, η ανθρωπιά, ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία όλων των ανθρώπων από κάθε καταναγκασμό, η καταδίκη της βίας, η Ειρήνη, η αξιοπρέπεια συναποτελούν το κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο. Και βέβαια και οι υπαρξιακοί προβληματισμοί: η φθορά του χρόνου, η διάψευση των ονείρων, οι πίκρες μιας ολόκληρης ζωής, η νοσταλγία ενός γαλήνιου, ευτυχισμένου παρελθόντος σε αντιπαράθεση με τις εναντιότητες του παρόντος. Είναι η κατάθεση ενός ανθρώπου που πάλεψε, πόνεσε, μα δεν λύγισε.
Κράτησε ζωντανή την ελπίδα και την πίστη πως παρά τα δαρσίματα «η Ιθάκη υπάρχει»:«Όλα της φύσης τα στοιχειά κι άν πέσουν πάνω μας /Έστω κι αργά, σαν τον Δυσέα θα την βρούμε την Ιθάκη./Μες στα δαρσίματα πάντα τον πνίγαμε τον πόνο μας /το πλοίο βούλιαξε μα δεν μας έφερε καπάκι».
Ο Δημήτρης Σιμιτσής είναι ένας λαϊκός δημιουργός που καλλιέργησε αυθεντική ποιητική φωνή και αξιοπρόσεκτη τεχνική, αποδεικνύοντας πως η τέχνη ανθίζει και μέσα στις δυσκολίες. Ο λόγος του, βιωματικός, αυθεντικός, συγκινημένος και συγκινητικός, ρεαλιστικός και λυρικός, χωρίς επιτήδευση και ρητορείες και στόμφο, (θυμίζει συχνά το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι, μα χωρίς μίμηση), αποκαλύπτει ότι η αληθινή τέχνη δεν γεννιέται στα προνομιούχα σαλόνια, αλλά εκεί όπου ο άνθρωπος παλεύει να κρατήσει ζωντανή την ψυχή του.