
Επειτα από τέσσερις δεκαετίες κοινού βίου, πέντε ενήλικα παιδιά και ένα κοινό σπίτι σε μικρή πόλη της βόρειας Ελλάδας, η Ελένη, στα 65 της, αποφάσισε να χωρίσει από τον σύζυγό της και να μετακομίσει στην Αθήνα. «Ολοι απόρησαν. Πίστεψαν είτε πως τρελάθηκα είτε πως έχω κάποια παράλληλη σχέση. Τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε, και τουλάχιστον ο πρώην σύζυγος το γνωρίζει. Απλώς με το που πήρα σύνταξη συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν πλέον ευτυχισμένη στη ζωή μου και πως έπρεπε να την αλλάξω», λέει. Η Ελένη δεν αποτελεί εξαίρεση. Ολο και πιο συχνά στα γραφεία των δικηγόρων εμφανίζονται ζευγάρια που έχουν μοιραστεί μια ολόκληρη ζωή -παιδιά, σπίτια, αναμνήσεις- και, τώρα, αποφασίζουν να χωρίσουν. Τα λεγόμενα γκρι διαζύγια, οι χωρισμοί ατόμων άνω των 60 ή έπειτα από δεκαετίες γάμου, πληθαίνουν διαρκώς και στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2018 οι άνδρες διαζευγμένοι ηλικίας 60–64 ετών ήταν 690 και οι γυναίκες της ίδιας ηλικιακής ομάδας 386. Eξι χρόνια αργότερα, το 2024, οι αντίστοιχοι αριθμοί ανέρχονται σε 1.026 και 630. Ο συνολικός αριθμός των άνω των 60 ετών (άνδρες και γυναίκες) που πήραν διαζύγιο ήταν 2.055 για το 2018 και 3.567 για το 2024.
Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει επίσης τη διάρκεια των γάμων πριν από το διαζύγιο.
Τα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρη άνοδο σε όλες τις κατηγορίες:
Για γάμους 20–29 ετών, από 2.765 το 2018 σε 3.130 το 2024.
Για γάμους 30–39 ετών, από 963 σε 1.184.
Και για γάμους 40 ετών και άνω, από 308 σε 519.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρότι τα «γκρι διαζύγια» αυξάνονται, ο συνολικός αριθμός διαζυγίων στη χώρα παραμένει σχεδόν αμετάβλητος: 15.575 το 2018 και 15.532 το 2024.
Η σταθερότητα του συνολικού αριθμού, σε συνδυασμό με την αύξηση στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους μακροχρόνιους γάμους, δείχνει ξεκάθαρα πως το φαινόμενο των διαζυγίων δεν επεκτείνεται, αλλά μετατοπίζεται ηλικιακά — δηλαδή οι χωρισμοί δεν είναι περισσότεροι, απλώς συμβαίνουν αργότερα στη ζωή.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι το διαζύγιο σε μεγαλύτερη ηλικία δεν οφείλεται απαραίτητα σε κρίση ή σύγκρουση, αλλά σε βαθμιαία απομάκρυνση.
Το φαινόμενο, ωστόσο, δεν περιορίζεται στη χώρα μας. Αντίστοιχη άνοδος καταγράφεται διεθνώς, καθώς οι αντιλήψεις γύρω από τον γάμο και τη συντροφικότητα αλλάζουν ριζικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η καθηγήτρια Susan L. Brown, από το National Center for Family & Marriage Research, η οποία καθιέρωσε τον όρο «gray divorce» στην επιστημονική βιβλιογραφία το 2012, σημειώνει ότι το ποσοστό διαζυγίων στις ηλικίες 50+ διπλασιάστηκε από το 1990 έως το 2010, προτού σταθεροποιηθεί τα πιο πρόσφατα χρόνια. Πλέον, η αύξηση αφορά κυρίως τα άτομα άνω των 65 ετών. Η Brown θεωρεί ότι η γενιά των baby boomers είναι ο βασικός κινητήρας του φαινομένου — πρόκειται για τους ίδιους που προκάλεσαν «κύμα διαζυγίων» στην Αμερική τη δεκαετία του 1970. Πολλοί ξαναπαντρεύτηκαν, και οι δεύτεροι ή τρίτοι γάμοι τους έχουν επίσης υψηλότερα ποσοστά διάλυσης. Αυτό, σύμφωνα με την ίδια, εξηγεί γιατί οι ρυθμοί διαζυγίων στις ηλικίες 50-64 σταθεροποιήθηκαν μετά το 2010, ενώ στις ηλικίες 65+ συνέχισαν να αυξάνονται έως το 2019: ένας στους δέκα που παίρνουν διαζύγιο είναι άνω των 65.
Σε άρθρο της η American Psychological Association αποδίδει το φαινόμενο στη μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών και στη μεταβολή των κοινωνικών προσδοκιών από τον γάμο. Παράλληλα, οι ερευνητές εξηγούν ότι το διαζύγιο σε μεγαλύτερη ηλικία δεν οφείλεται απαραίτητα σε κρίση ή σύγκρουση, αλλά συχνά σε βαθμιαία συναισθηματική απομάκρυνση. Ωστόσο, σημειώνουν ότι τα πρακτικά ζητήματα και τα διακυβεύματα στα διαζύγια ύστερης ζωής είναι συχνά πιο περίπλοκα. Οσοι χωρίζουν σε μεγαλύτερη ηλικία έχουν να διαχειριστούν κοινή περιουσία δεκαετιών, βαθιούς κοινωνικούς δεσμούς και φυσικά τις αντιδράσεις των παιδιών τους.
Η γενιά που πίστευε πως ο γάμος κρατά «για πάντα» ζει αρκετά για να αναθεωρήσει τι σημαίνει αυτό
Η Ζοζεφίνα Νομικού, συστημική ψυχοθεραπεύτρια με εμπειρία στη συμβουλευτική ζευγαριών και οικογενειών περιγράφει το φαινόμενο ως «δεύτερη ελευθερία»: «Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών και η απουσία κοινωνικού στίγματος γύρω από το διαζύγιο αλλάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις. Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας έχουν πλέον τη δυνατότητα επιλογής: να μείνουν ή να φύγουν». Οπως εξηγεί, στο παρελθόν, το διαζύγιο στην ελληνική κοινωνία θεωρούνταν συνώνυμο της αποτυχίας. Σήμερα μοιάζει περισσότερο με επανεκκίνηση. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, οι επαγγελματικές πιέσεις έχουν χαλαρώσει και η νέα γενιά εξηντάρηδων -γυναικών αλλά και ανδρών- δεν θέλει να ζήσει «όπως οι γονείς της». Θέλει συντροφικότητα, σεβασμό, χώρο. Οι έρευνες ωστόσο δείχνουν ότι το μεγαλύτερο άγχος μετά από ένα «γκρι διαζύγιο» είναι η μοναξιά. Οι περισσότεροι κοινωνικοί δεσμοί των ατόμων 65+ έχουν χτιστεί δεκαετίες πριν, και μόνο το 11% των σχέσεών τους ξεκίνησε την τελευταία δεκαετία.
Στα προφίλ των χρηστών διαβάζει κανείς ιστορίες ανθρώπων που μεγάλωσαν παιδιά, έκλεισαν κύκλους, άλλαξαν πόλεις — και τώρα ψάχνουν «κάποιον να μοιραστούν τη ζωή, όχι την επιβίωση»
Η αλλαγή αυτή είναι πολιτισμική και αποτυπώνεται ακόμη και στον ψηφιακό κόσμο. Οι πλατφόρμες γνωριμιών που απευθύνονται αποκλειστικά σε άτομα άνω των πενήντα πληθαίνουν, καταρρίπτοντας το ταμπού ότι ο έρωτας είναι υπόθεση των νέων. Η OurTime, που ανήκει στον διεθνή όμιλο Match Group (Tinder, OkCupid, Meetic), δημιουργήθηκε το 2011 ειδικά για ανθρώπους που χώρισαν ή έχασαν τον σύντροφό τους και αναζητούν ξανά συντροφικότητα. Η φιλοσοφία της συμπυκνώνει την ιδέα ότι η ζωή «μετά» μπορεί να είναι εξίσου γεμάτη. Αντίστοιχα, η ευρωπαϊκή πλατφόρμα SilverSingles, που λειτουργεί σε περισσότερες από 20 χώρες, απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε ανθρώπους άνω των πενήντα.
η-ζωή-μετά-το-για-πάντα-τα-γκρι-διαζ-563822512
Η «γενιά σάντουιτς» τους φροντίζει όλους, εκτός από τον εαυτό της
Βασίζεται σε τεστ προσωπικότητας και στοχεύει σε σταθερές, ουσιαστικές σχέσεις — μια προσέγγιση που μοιάζει να πηγαίνει κόντρα στον γρήγορο, εφήμερο ρυθμό των κλασικών εφαρμογών γνωριμιών. Στα προφίλ των χρηστών της διαβάζει κανείς ιστορίες ανθρώπων που μεγάλωσαν παιδιά, έκλεισαν κύκλους, άλλαξαν πόλεις — και τώρα ψάχνουν «κάποιον να μοιραστούν τη ζωή, όχι την επιβίωση». Αυτές οι πλατφόρμες δεν είναι απλώς τεχνολογική τάση αλλά αποτελούν ένδειξη ενός νέου τρόπου αυτοαντίληψης στην τρίτη ηλικία. Στο εξωτερικό, οι ψυχολόγοι τις ερμηνεύουν ως απόδειξη ότι η επιθυμία για σύνδεση δεν μειώνεται με τα χρόνια, αλλά αλλάζει μορφή. Στην Ελλάδα, αυτή η αλλαγή αρχίζει πλέον να γίνεται ορατή: τα «γκρι διαζύγια» δεν εκφράζουν την αποτυχία μιας σχέσης, αλλά την ήσυχη επανάσταση μιας γενιάς που μεγάλωσε πιστεύοντας πως ο γάμος είναι για πάντα.