Σε έντονα επικριτικό τόνο, η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την κατάσταση των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων παγκοσμίως αφιερώνει εκτενή αναφορά στην Ελλάδα, με επίκεντρο τη συρρίκνωση της ελευθερίας του Τύπου και την επιδείνωση των συνθηκών για τους λειτουργούς της ενημέρωσης.
Σύμφωνα με την έκθεση, καταγράφηκαν περιπτώσεις όπου δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης φέρεται να υπέστησαν πίεση προκειμένου να αποφεύγουν την κριτική προς την κυβέρνηση ή να μην ερευνούν ευαίσθητα θέματα, όπως σκάνδαλα διαφθοράς. Ενώ η κρατική λογοκρισία δεν είναι επίσημα θεσπισμένη, ο φόβος για απολύσεις, η απειλή δικαστικών αγωγών και οι πιθανές επιθέσεις οδηγούν συχνά σε αυτολογοκρισία.
Απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η αγωγή του πρώην διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου, Γρηγόρη Δημητριάδη, κατά μέσων που ερεύνησαν το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αν και η αγωγή απορρίφθηκε, η υπόθεση έφερε στο προσκήνιο τον αυξανόμενο κίνδυνο από τις στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs), οι οποίες λειτουργούν ανασταλτικά για την ερευνητική δημοσιογραφία.
Η ίδια έκθεση παραθέτει την Ευρωπαϊκή Έκθεση για το Κράτος Δικαίου, η οποία καταγράφει μεν μείωση περιστατικών παρενόχλησης δημοσιογράφων (επτά το 2024 έναντι δεκαέξι το 2023), ωστόσο οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου αντιδρούν, κάνοντας λόγο για ωραιοποιημένη εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην καθημερινή πραγματικότητα των δημοσιογράφων και της κοινωνίας των πολιτών.
Οι επιθέσεις δεν είναι μόνο νομικές. Στις 14 Μαΐου, η ρεπόρτερ Ρένα Κουβελιώτη δέχθηκε φυσική επίθεση κατά την άσκηση των καθηκόντων της, γεγονός που ανέδειξε τις αυξανόμενες απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας των δημοσιογράφων, ιδίως όταν ερευνούν θέματα τοπικής εξουσίας ή παρανομιών.
Παράλληλα, μηχανισμοί εποπτείας, όπως η υποχρεωτική καταγραφή των μέσων στο ΕΣΡ ή η απαίτηση για πιστοποίηση ιστοσελίδων, παρουσιάζονται από την Πολιτεία ως μέτρα διαφάνειας. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις γίνονται αντιληπτά ως μέσα ελέγχου, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με την οικονομική εξάρτηση των ΜΜΕ από κρατική διαφήμιση ή σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι πιέσεις που δέχονται οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ενδείξεις μιας ευρύτερης θεσμικής αδυναμίας που υπονομεύει τη δημοκρατία. Σε μια εποχή που η ανεξαρτησία της ενημέρωσης είναι πιο απαραίτητη από ποτέ, οι διαπιστώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνιστούν προειδοποίηση για την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων και προστασίας της ελευθερίας του Τύπου.