«Αμπελουργική περιφέρεια» το Βόρειο Αιγαίο!
Με απόφαση του υπ. Ανάπτυξης το κριτήριο επιλεξιμότητας
Από το NEWSROOM Δημοσίευση 25/2/2019

Την ευκαιρία να αναπτυχθούν αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και την υπόλοιπη Ελλάδα, αυξάνοντας το μέγεθός τους, δίνει η νέα απόφαση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η οποία θα δημοσιευθεί τις επόμενες ημέρες, σύμφωνα με την «Καθημερινή». Η νέα υπουργική απόφαση, που καθορίζει τα κριτήρια με βάση τα οποία ένας αμπελουργός μπορεί να αποκτήσει άδεια φύτευσης για περισσότερα στρέμματα, χωρίζει τη χώρα σε τρεις ζώνες, διαφοροποιώντας τις προδιαγραφές ανά ζώνη και ικανοποιώντας έτσι ένα πάγιο αίτημα των αμπελουργών.
Στις τρεις «αμπελουργικές περιφέρειες» συγκαταλέγεται αυτή των Βόρειου, Νότιου Αιγαίου, Ιόνιων νησιών, Κρήτης και Ηπείρου, όπου το σχετικό κριτήριο επιλεξιμότητας διαμορφώνεται στα 3-30 στρέμματα.
Συνολικά, αναμένεται να μοιραστούν περίπου 7.000 στρέμματα, καθώς κάθε κράτος-μέλος δικαιούται να φυτέψει επιπλέον κάθε χρόνο το 1% των στρεμμάτων του αμπελώνα που ήδη διαθέτει.
«Οι άδειες φύτευσης κατευθύνονται σε δικαιούχους των οποίων η υφιστάμενη φυτεμένη με αμπέλους έκταση ανέρχεται από 5 έως 20 στρέμματα. Αποκλείονται έτσι οι κάτοχοι εκμεταλλεύσεων άνω των 20 στρεμμάτων, εκτάσεων οι οποίες εκπληρώνουν τα χαρακτηριστικά μιας βιώσιμης αμπελουργικής εκμετάλλευσης», σημείωνε η ΚΕΟΣΟΕ (Κλαδικός Εθνικός Αγροτικός Συνεταιρισμός Αμπελοοινικών Προϊόντων), με επιστολή της προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Σταύρο Αραχωβίτη. Η επιστολή έφτασε στο υπουργικό γραφείο στις 11 Ιανουαρίου και ενώ η απόφαση βρισκόταν στο στάδιο της επεξεργασίας από τις υπηρεσίες του υπουργείου.
«Αποψή μας αποτελεί ότι, σαφώς, πρέπει να ενισχύονται οι αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις με υφιστάμενο αμπελώνα εύρους από 5 έως 20 στρέμματα, το ίδιο όμως πρέπει να ισχύσει και για τις αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις άνω των 20 στρεμμάτων που στην πράξη αποκλείονται». Σημαντικοί οινοπαραγωγοί της χώρας έχουν πολλές φορές αποκλειστεί από τη δυνατότητα να μεγαλώσουν τον αμπελώνα τους προκειμένου να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση, ακριβώς γιατί διαθέτουν πάνω από 50 στρέμματα και άρα δεν χωρούσαν στα κριτήρια του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου.