Το «πρόβλημα» με τα έργα του Λάνθιμου
Του Πάνου Τσερόλα με αφορμή τη βράβευση του σκηνοθέτη
Δημοσίευση 11/2/2019

Το βασικό πρόβλημα τα τελευταία χρόνια με τα έργα του Λάνθιμου δεν έχει να κάνει με τα έργα τα ίδια, όσο με τον ίδιο τον Λάνθιμο και την κάτι-σαν ταυτοτική θέση που καλείται να πάρει κανείς για τον σκηνοθέτη. Αυτή η θέση, ένα σχεδόν απλοϊκό «υπέρ ή κατά», μοιάζει ως θεμέλιο φίλτρο για να «διαβαστούν» τα έργα του, να θαυμαστούν ή να απορριφθούν, και την ίδια στιγμή μοιάζει να αντανακλά κάποια τάχα μου ολιστική αντίληψη για το σινεμά. Εντός αυτής της ανάγνωσης, που ευτυχώς με την «Ευνοούμενη» βαίνει σαφώς μειούμενη, υπάρχει ο Λάνθιμος ως ένα προϊόν εξαγώγιμης «αριστείας» αλλά και ο Λάνθιμος ως ένας αρνητής (με όρους περιέργως προδοτικούς) της ελληνικότητας στην μυθολογία και αισθητική του. Έχοντας πραγματική δυσκολία διαχρονικά να τοποθετηθώ εντός αυτού του ερωτήματος, θα ήθελα να πω: Δεν υπάρχει όντως καμία ελληνικότητα στις έσχατες δημιουργίες του Λάνθιμου- ε, και; Την ίδια στιγμή: Ο Λάνθιμος είναι πράγματι παιδί μιας ιδιαίτερης κοινωνικής και καλλιτεχνικής συνθήκης στο ελληνικό σινεμά (ας το γενικεύσουμε με το weird) που έχει βγάλει πολλές αξιόλογες ματιές και δημιουργούς και που όμως ίσως δεν θα έφτανε αυτήν την παγκόσμια καταξίωση και αναγνώριση αν δεν επέλεγε να δραπετεύσει από αυτήν προς τα «εξωτερικά». Και ξανά: Ε, και; Άραγε από πότε οι τροχιές (και επιτυχίες) των δημιουργών και καλλιτεχνών είναι τόσο ανεξάρτητες των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών εντός των οποίων εργάζονται;
Κάπως έτσι όμως, μέσα από το φίλτρο της θέσης για τον σκηνοθέτη, τα έργα του γίνονται επιχειρήματα και αποδείξεις για την μια ή την άλλη θέση.
Η «Ευνοούμενη» είναι ασφαλώς ένα σημείο τομής και στο έργο του Λάνθιμου, και στην καλλιτεχνική του πορεία αλλά και στην εδώ συζήτηση. Μια γέφυρα, ας πούμε, που πιθανώς σηματοδοτεί μια επόμενη φάση. Ο Λάνθιμος (φαίνεται να) αφήνει κάπως προς τα πίσω τις αλληγορικές περιπλανήσεις του και τους αποστασιοποιημένα σκωπτικούς συμβολικούς στοχασμούς για την ανθρώπινη κατάσταση και (φαίνεται να) επισκέπτεται ένα σινεμά ασφαλώς πιο μαζικό, ανθρώπινο, στρωτό και στοχευμένο. Αν δηλαδή για κάθε δημιουργό το ιερό γκρααλ είναι να βρεθεί η βελονιά που θα ράψει αρμονικά το αισθητικό/καλλιτεχνικό συμβάν με το μαζικό/εμπορικό, είναι σαφές πως ο Λάνθιμος θέλει και προσπαθεί να σκάψει προς αυτήν την κατεύθυνση και εύλογα οι συγκρίσεις με τον Κιούμπρικ δεν αφορούν μόνο το στιλιζάρισμα και την αναζήτηση του «ιδανικού» πλάνου.
Όμως αυτά δεν γίνονται μέσα σε μια μόνο ταινία, και η «Ευνοούμενη» ως γέφυρα και τομή είναι μια ημιτελής μετατόπιση. Μια ίσως τροχιοδεικτική βολή. Με τις ομορφιές και τις αντιφάσεις της. Με την διατήρηση του αισθητικού του νήματος αλλά και την εμφανή του επιθυμία να το μεταφέρει σε αφηγήσεις πιο ζεστές, με λιγότερα μαθηματικά και περισσότερες δόσεις συναισθηματικής εμπλοκής. Είναι όλα πολύ ωραία αυτά και πιθανώς θα γυρίζουμε πίσω στην «Ευνοούμενη» ως την ταινία που σήμανε την αρχή μιας ακόμα πιο σπουδαίας εργογραφίας.
Όμως η ίδια η «Ευνοούμενη», πέρα και έξω από την ιδιαίτερη θέση της στο έργο του Λάνθιμου, πέρα και έξω από την επέλασή του στα Όσκαρ, πέρα και έξω από τον μετασχηματισμό της συζήτησης για τον έργο του στην χώρα του, κρύβει τα δυνατά της χαρτιά σε πράγματα που λίγο αφορούν τα παραπάνω και έχουν να κάνουν με πιο απλά κινηματογραφικά υλικά: Σε μια εκπληκτική σύμπτωση σπουδαίων ερμηνειών, με προεξέχουσα την Ολίβια Κόλμαν και σε ένα σενάριο που παίζει με το «είδος» των ταινιών εποχής με τρόπο ανανεωτικό αλλά και καίρια εντός των σύγχρονων discourse για την εξουσία, το φύλο, το σεξ και την αλληλεπίδρασή τους. Χωρίς να παίρνει κάποια ουσιώδη θέση αλλά «επικαιροποιώντας αναχρονιστικά» τα θέματα που καταπιάνεται, δίνει την ευκαιρία στον Λάνθιμο να τα εντάξει στις αισθητικές του αναζητήσεις και μαζί να διαμορφώσουν ένα έργο πολυεπίπεδο και αρκούντως χορταστικό. Που φιλοδοξεί να αναζητήσει τους τρόπους να είναι σπουδαίο, βρίσκοντας κάποιους από αυτούς και χωρίς να πειράζει που εν τέλει δεν είναι. Που μπορεί τελικά να χαρίσει και στον Λάνθιμο το πρεστίζ των Όσκαρ, αφήνοντας βέβαια στα «δικά μας» μια ακόμα ναρκοθετημένη και εν πολλοίς ανούσια συζήτηση περί «εθνικής υπερηφάνειας» ή «υπερτίμησης» του σκηνοθέτη.