Τη Υπερμάχω…
Γράφει ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ
Δημοσίευση 25/3/2019
Η κυρά Μαρία αγκαλιάζει την Ανίσα που κάθεται πλάι στο κρεβάτι του άντρα της. Μεγαλύτερη η κυρά Μαρία, μα καλοστεκούμενη, της μιλά ελληνικά με κάμποσα σπαστά εγγλέζικα, τούρκικα και μπόλικες χειρονομίες. Η Ανίσα, που θα μπορούσε να είναι κόρη της, μιλά λιγότερο, σε μια άγνωστη γλώσσα, άλλοτε ανοίγει διάπλατα και άλλοτε χαμηλώνει δυο μελαγχολικά μάτια, που στεφανώνονται από μια χαλαρή μαντήλα. Όμως, συνεννοούνται.
Η Ανίσα και ο άντρας της, ο Αμπντούλ Τζαλίλ, είναι από το Αφγανιστάν. Ήλθαν από απέναντι αυτό το χειμώνα, με βάρκα. Θέλουν να πάνε στα παιδιά τους. Το ένα βρίσκεται στη Γερμανία, το άλλο στην Ιταλία, το τρίτο στη Σουηδία. Όμως ο άντρας της Ανίσα αρρώστησε. Τον φέρανε εδώ από τη Μόρια, πριν από καμιά δεκαριά μέρες, με πόνους στο στομάχι. Ο Αμπντούλ Τζαλίλ δεν είναι καθόλου καλά.
Η κυρά Μαρία είναι γέννημα θρέμμα του Συνοικισμού, από τους απέναντι που γλίτωσαν το μαχαίρι το ΄22 και ρίζωσαν στη Μυτιλήνη. Πριν από το χαλασμό, ο παππούς έκρυψε λίρες σε μια φρατζόλα ψωμί. Από αυτή τη φρατζόλα στήσανε εδώ σπιτικό και μαγαζί. Της αρέσουν τα ταξίδια, έχει πάει πολλές φορές στην Τουρκία. Πήγα στους τόπους μας, Σμύρνη, Αϊβαλί, Ντικελί - βρήκα και το φούρνο του παππού, τώρα είναι ένα χάλασμα, μέχρι Άγκυρα έφτασα, καμαρώνει.
Η κυρά Μαρία φροντίζει τον άντρα της, τον Στρατή, που βρίσκεται ένα μήνα τώρα στο θάλαμο 160, πάνω στη γραμμή που ορίζει τη ζωή και το θάνατο. Τη μια βουρκώνει και την άλλη χαμογελά καλοσυνάτα, με μια αρχοντιά που δε στη δίνουν από μόνοι τους οι παράδες, μήτε το ξακουστό σόι.
Η Ανίσα δε φεύγει λεπτό από το θάλαμο. Το νοικοκυριό της είναι στο ντουλάπι νούμερο 3. Με τον Αμπντούλ Τζαλίλ σκύβουν πάνω από την οθόνη του κινητού. Μιλούν με τα παιδιά και τα εγγόνια τους που είναι στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Αλλιώς τα είχαν σχεδιάσει και αλλιώς ήρθαν τα πράγματα.
Πότε με ένα μήλο, πότε με ένα χαμόγελο, η μια γυναίκα δίνει κουράγιο στην άλλη. Η «δική μας» είναι πιο διαχυτική, η «άλλη» πιο μαζεμένη, είναι στιγμές που μοιάζει με τρομαγμένο πουλί. Στον απέναντι θάλαμο γίνεται φασαρία. Μόλις έφεραν έναν μεσήλικα, ντόπιο. Απαιτεί να πάρουν από το απέναντι κρεβάτι τον ψηλό, νεαρό ξένο. Λέει πως τον φοβάται, πως οι ξένοι είναι επιθετικοί και κάνουν ό,τι θέλουν. Είστε και οι δυο ασθενείς τελεία και παύλα, του ξέκοψαν οι νοσοκόμες. Η κυρά Μαρία κουνά το κεφάλι- εμείς ξέρουμε τι είναι η προσφυγιά, κοίτα πως σκορπίστηκε και τι τραβά τούτη δω η οικογένεια.
Το βλέμμα της Ανίσα πεταρίζει. Καταλαβαίνει πως μιλάμε για αυτήν. Με τα μάτια της μας δείχνει τον άντρα της. Κάτι τους είπαν το πρωί για τη θεραπεία του και το ζευγάρι έβαλε τα κλάματα. Τώρα πια του δίνουν δυνατά φάρμακα και του λένε να μη σηκώνεται από το κρεβάτι. Μα εκείνος επιμένει να φορά το παντελόνι, το πουκάμισο και το γιλέκο. Σα να περιμένει το εξιτήριο από λεπτό σε λεπτό.
Είναι των Χαιρετισμών. Στον πρώτο όροφο του νοσοκομείου, στην ακολουθία για ασθενείς και συνοδούς, η Ανίσα με το μαντήλι πάει και στέκεται δίπλα στην κυρά Μαρία, κοντά σε εκείνους που ψάλλουν «Τη Υπερμάχω…». Κι ας μην καταλαβαίνει γρι από τον Ακάθιστο ύμνο.